SOS από Εισαγγελία Αρείου Πάγου: Προσοχή σε υποθέσεις που αφορούν καταδίκες από ΕΔΔΑ [οι περισσότερες αφορούν προσφυγές του ΕΠΣΕ] 

GHM Communication in the case of Sidiropoulos and Papakostas v. Greece (police violence)

Source

Παναγιώτης Δημητράς για έργο ΕΠΣΕ με στόχο τον περιορισμό κακοποιητικού λόγου

RACIST CRIMES WATCH - Παρατηρητηριο Ρατσιστικων Εγκληματων

Πώς διδάσκεται το μίσος;

Ανέβηκε:23/07/2023

Χριστίνα Μαργιώτη

«Κανένα παιδί όταν έρχεται στη ζωή δε νιώθει μίσος. Το μίσος είναι κάτι που διδάσκεται», έτσι ξεκινά το σποτάκι του ΟΗΕ για τον κακοποιητικό λόγο και τις συνέπειές του.

Πώς διδάσκεται το μίσος;Μέσα από την εκφορά και την αναπαραγωγή κακοποιητικού λόγου (hate speech).Τι σημαίνει hate speech;Είναι η μορφή απολίτιστου λόγου που αναπαράγει στερεότυπα, που στιγματίζει, που υποκινεί σε βία, που αποανθρωποποιεί, που περιγράφει ορισμένα υποκείμενα ως υποδεέστερα του ανθρώπου και ορισμένες ζωές ως ανάξιες να βιωθούν. Η εξάπλωσή του απαντά σε κοινωνίες στις οποίες παρατηρείται ταυτόχρονα δημοκρατικό έλλειμμα και καταπάτηση του κράτους δικαίου, σε κοινωνίες όπου ο Τύπος δεν είναι ελεύθερος και η δικαιοσύνη δεν είναι ανεξάρτητη.

Υπ’ αυτό το πρίσμα η Ελλάδα θα έπρεπε να έχει τον νου της. Δεν τον έχει όμως όπως αποδεικνύουν οι μυριάδες επιστολές και συστάσεις από πλευράς του ΟΗΕ, και άλλων διεθνών και ευρωπαϊκών…

View original post 513 more words

Αστυνομική βία στην Ελλάδα: Ατιμωρησία και τα εκατομμύρια που πληρώνει ο ελληνικός λαός στις αποζημιώσεις

07:21 | 08 Δεκ. 2022

Φωτεινή Λαμπρίδη

Τον περασμένο Μάρτιο, ο Ελληνας δικαστής του ΕΔΔΑ (Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Δικαιωμάτων του Ανθρώπου), Ιωάννης Κτιστάκις, παρουσίασε μια θλιβερή πρωτιά της Ελλάδας στην Ειδική Μόνιμη Επιτροπή Παρακολούθησης των Αποφάσεων του ΕΔΔΑ. Η χώρα μας,  βρίσκεται στην πρώτη -θλιβερή- δεκάδα ανάμεσα στις 47 συμβαλλόμενες χώρες του ΕΔΔΑ σε εκκρεμείς προσφυγές στο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου – τα υπόλοιπα 37 συμβαλλόμενα κράτη έχουν στο σύνολό τους 8.300, η Ελλάδα μόνη της 2.214! Η χώρα μας έχει πληρώσει 28.256.237 ευρώ μόνο τη δεκαετία 2011-2021, για αποζημιώσεις που επιδικάστηκαν από το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο.

Ένα μεγάλο μέρος από αυτά τα χρήματα που πληρώνει ο Ελληνικός λαός, αφορά την αστυνομική βία. « Οι άθλιες συνθήκες κράτησης στις φυλακές, η διοίκηση που δεν συμμορφώνεται στις αποφάσεις των δικαστηρίων, η αστυνομική βία, οι παραβιάσεις στην ελευθερία έκφρασης και τα περιουσιακά δικαιώματα: αυτά είναι τα πεδία που φέρνουν την Ελλάδα στην πρώτη -θλιβερή- δεκάδα» έγραφε σχετικό ρεπορτάζ της ΕΦΣΥΝ με τον τίτλο «Χρυσό στις παραβιάσεις ανθρωπίνων δικαιωμάτων».

Η χώρα μας, παραμένει αδιόρθωτη, καθώς δεν συμμορφώνεται με τις αποφάσεις των δικαστηρίων και συνεχίζει την πρακτική της ατιμωρησίας των αστυνομικών υπαλλήλων. Επί των ημερών της κυβέρνησης Μητσοτάκη, έγινε πιο προκλητικό το κράτος, αβαντάροντας αστυνομικούς με εγκληματική συμπεριφορά και ανακοινώνοντας αυξήσεις στον μισθό αστυνομικών, ανήμερα της δολοφονικής επίθεσης ενάντια στον 16χρονο ρομά και την ημέρα της επετείου από τη δολοφονία Γρηγορόπουλου.

Η αστυνομική βία και η καταπάτηση ανθρωπίνων δικαιωμάτων, εκφράζεται περισσότερο σε μειονοτικές ομάδες (πρόσφυγες, μετανάστες, ρομά, κρατούμενους) αλλά δεν εξαιρεί κανέναν. Ενδεικτική είναι η υπόθεση Ινδαρέ, η υπόθεση του Ινδιάνου στα επεισόδια της Νέας Σμύρνης αλλά και οι επιθέσεις σε δημοσιογράφους και φωτορεπόρτερ. Αυτές τις μέρες μάλιστα, η δικαίωση του Μανόλη Κυπραίου, που έχασε την ακοή του από κρότου λάμψης, μας θύμισε τη βία ενάντια σε δημοσιογράφους. Ο γνωστός φωτορεπόρτερ Μάριος Λώλος, είχε υποστεί ένα δύσκολο χειρουργείο, μετά από δολοφονική επίθεση αστυνομικού.

Η ατιμωρησία

τις περιπτώσεις αυτές τα διεθνή δικαστήρια έκριναν  χρόνια πριν, πως η αποζημίωση των πολιτών, θυμάτων της αστυνομικής αυθαιρεσίας και βίας δεν επαρκεί αλλά επιβάλλεται η δίωξη των αστυνομικών που προέβησαν στις ενέργειες αυτές. Την Τρίτη 1η Δεκέμβρη 2009, επιτροπή υπουργών του Συμβουλίου της Ευρώπης κλήθηκε να επανεξετάσει,  αν οι αποφάσεις των δικαστηρίων  έως τότε, εφαρμόστηκαν ως έπρεπε από τις ελληνικές αρχές.

Η πρώτη καταδίκη της χώρας μας ήρθε στις 20 Δεκεμβρίου 2004 και αφορούσε τον τραυματισμό του Χρήστου Μακαρατζή, ο οποίος στις 13 Σεπτέμβρη του 1995, δέχτηκε πυροβολισμό και έμεινε ανάπηρος κατά 70% επειδή δεν σταμάτησε σε μπλόκο της τροχαίας. Το ευρωπαϊκό δικαστήριο μας καταδίκασε για παραβίαση του δικαιώματος στη ζωή αλλά η ποινική δικαιοσύνη δεν βρήκε ενόχους.

Η δεύτερη καταδίκη θα έρθει δύο χρόνια αργότερα, το 2007 αναφορικά με τον τραυματισμό του Γιάννη Καραγιαννόπουλου στις 26 Ιανουαρίου του 1998. Το θύμα πυροβολήθηκε εξ επαφής στο κεφάλι. Στην περίπτωση του υιοθετήθηκε η εκδοχή του ατυχήματος και οι αστυνομικοί αθωώθηκαν από την ΕΔΕ που διενεργήθηκε και το ποινικό δικαστήριο. Λίγες μέρες αργότερα, θα ακολουθήσει η καταδίκη της χώρας από το ΕΔΔΑ για τον θανάσιμο τραυματισμό, στις 21 Νοεμβρίου του 2001, του Αλβανού, Gentjan Celnicu. Αλλά και το 2009, η Ελλάδα καταδικάστηκε για το φόνο του 18χρονου Νίκου Λεωνίδη, στις 25 Μαρτίου 2000.

Η τρίτη ακολούθησε στις 24 Μαΐου 2007 για την κακοποίηση του Δημήτρη Ζελίδη στις 23 Δεκεμβρίου 2001. Ένας από τους εμπλεκόμενους αστυνομικούς κατηγορήθηκε αργότερα ότι ενεπλάκη στη γνωστή υπόθεση «ζαρντινιέρα», τον άγριο ξυλοδαρμό του Κύπριου φοιτητή, Αυγουστίνου Δημητρίου. Η τέταρτη καταδίκη ήρθε στις 6 Δεκεμβρίου του 2007 για την κακοποίηση της Φανής Γιαννούλας Πετροπούλου Τσακίρη στις 28 Ιανουαρίου του 2002.

Άλλες δύο καταδίκες την ίδια περίοδο, ήρθαν από την Επιτροπή Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων του ΟΗΕ για κακοποίηση πολιτών από αστυνομικούς. Η πρώτη στις 28 Μαρτίου 2006 για την ομολογία του Αλέξανδρου Κουίδη ως αποτέλεσμα κακομεταχείρισης από την αστυνομία, μεταξύ 17 Μαΐου και 27 Ιουνίου 1991. Η δεύτερη ακολούθησε στις 24 Ιουλίου 2008 για κακοποίηση στις 14 Ιουνίου 2001 του Ανδρέα Καλαμιώτη.

Ελληνικοί και διεθνείς οργανισμοί που ασχολούνται με την προστασία των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, όπως ο Συνήγορος του Πολίτη και η Διεθνής Αμνηστία, επισημαίνουν εδώ και χρόνια πως η Αστυνομία αποτελεί ένα ιδιότυπο καθεστώς κρατικής ανομίας. «Το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Δικαιωμάτων του Ανθρώπου έχει καταδικάσει κατ’ επανάληψη την Ελλάδα για αστυνομική βία κατά πολιτών, η οποία έμεινε ατιμώρητη λόγω απαράδεκτων ΕΔΕ που στόχευαν στη συγκάλυψη και συχνά απαράδεκτων δικαστικών ενεργειών που έτειναν να επικυρώσουν τη συγκάλυψη των ΕΔΕ. Μέχρι σήμερα, η ίδια η πολιτεία δείχνει περιφρόνηση του ΕΔΔΑ, αφού δεν επέβαλε καμία κύρωση σε αστυνομικό ή δικαστικό που συνέβαλε στις καταδίκες αυτές» δήλωνε το 2009 στη «Real News», ο Παναγιώτης Δημητράς από το Ελληνικό Παρατηρητήριο των Συμφωνιών του Ελσίνκι, που εκπροσώπησε επτά από τις δέκα υποθέσεις για τις οποίες καταδικάστηκε η χώρα μας.

Σύμφωνα με το Ελληνικό Παρατηρητήριο των Συμφωνιών του Ελσίνκι, τα στοιχεία που δημοσιοποίησε η χώρα μας στον ΟΗΕ  και αναφέρονται στην περίοδο 2004 – 2008 είναι εξοργιστικά. Καταγγέλθηκαν 329 υποθέσεις αστυνομικής αυθαιρεσίας, από τις οποίες μόλις 264 ερευνήθηκαν πειθαρχικά, ενώ για μόλις 132 σχηματίστηκαν ποινικές δικογραφίες. Αποτάχθηκαν τέσσερις αστυνομικοί και εκκρεμούν 5 πρωτόδικες καταδίκες ενώπιον εφετείων. Παράλληλα, υπήρξαν 126 υποθέσεις χρήσης όπλων, για τις οποίες ένας αστυνομικός αποτάχθηκε, και εκκρεμούν 15 εκδικάσεις σχετικών υποθέσεων.

Η κλιμάκωση της αστυνομικής βίας σήμερα και οι ασάφειες του νόμου υπέρ της αστυνομίας

«Δεκατέσσερις νέες προσφυγές κατά της Ελλάδας για βασανιστήρια που φέρονται να διέπραξαν αστυνομικοί εκδικάζονται στο ΕΔΔΑ (Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Δικαιωμάτων του ανθρώπου). Η πρώτη προσφυγή αφορά περιστατικό της 8ης Οκτωβρίου 2016 και κοινοποιήθηκε στην Ελλάδα στις 18 Μαρτίου 2021. Οι υπόλοιπες 13 προσφυγές είναι συνδεδεμένες, αφορούν περιστατικό της 22ας Μαΐου 2020 και κοινοποιήθηκαν στην Ελλάδα στις 7 Μαρτίου 2022» αυτά έγραφε τον περασμένο Μάρτιο η ομάδα Manifold στο Solomon. «Οι υποθέσεις αυτές με αντικείμενο την αστυνομική βία είναι οι πρώτες που φτάνουν στο ΕΔΔΑ μετά από αυτές της λεγόμενης «ομάδας Μακαρατζή», για τις οποίες έχουμε δημοσιεύσει αναλυτικό ρεπορτάζ, όπου επισημάναμε τις ομοιότητες της υπόθεσης Μακαρατζής κατά Ελλάδας με την ανθρωποκτονία του Νίκου Σαμπάνη από αστυνομικούς τον Οκτώβριο του 2021» έγραφε μεταξύ άλλων το ρεπορτάζ.

«Παρά τις αναρίθμητες καταγγελίες, το αποδεικτικό υλικό, τις εκκλήσεις και τις προτάσεις θεσμών, φορέων και πολιτών, τις επίμονες αιτιάσεις διεθνών και ευρωπαϊκών οργανισμών και δικαστηρίων περί δομικού προβλήματος ατιμωρησίας, το εν λόγω φαινόμενο, όχι μόνο δεν περιορίζεται, αλλά, αντιθέτως, μοιάζει να συντηρείται και να τροφοδοτείται, αν όχι να προωθείται σιωπηρά από την πολιτεία.» έγραφε σε ανακοίνωση της τον Δεκέμβρη του 2022 η Ελληνική Ένωση για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου.

«Η χρήση υπέρμετρης και ανεξέλεγκτης βίας από τα αστυνομικά όργανα και ιδίως από τις συγκεκριμένες ειδικές μονάδες αποτελεί, πλέον, πάγια πρακτική της ΕΛ.ΑΣ.. Για να καταστήσουμε σαφή τη διάσταση του προβλήματος, σταχυολογούμε ορισμένα από τα «συνήθη» περιστατικά που είδαν το φως της δημοσιότητας.

Τον Μάιο του 2011, ο Γιάννης Καυκάς χτυπήθηκε με πυροσβεστήρα από αστυνομικό της Υποδιεύθυνσης Αποκατάστασης Τάξης (Υ.Α.Τ.) με αποτέλεσμα να πέσει σε κώμα για 10 ημέρες. Σημειωτέον ότι ποινικές ή πειθαρχικές ευθύνες για τον τραυματισμό του Γιάννη Καυκά δεν αποδόθηκαν ποτέ.»

Η Ένωση αναφέρει την υπόθεση Λώλου, Ζακ Κωστόπουλου, Ινδαρέ, Μάγγου, αλλά και τις επικίνδυνες ασάφειες του νόμου του 2020 περί συναθροίσεων όπως η παρακάτω το γεγονός ότι δεν προσδιορίζονται πια στον νόμο τα μέσα τα οποία μπορεί να χρησιμοποιήσει η αστυνομία κατά τη διάλυση των δημόσιων συναθροίσεων, παρά μόνο ότι αυτά πρέπει να είναι πρόσφορα, αναγκαία και ανάλογα με τον σκοπό!

Τονίζει δε ότι «Η νομοθεσία για τη χρήση πυροβόλου όπλου από αστυνομικούς (Ν. 3169/2003), αποτελεί ένα λεπτομερειακό πλαίσιο νόμιμων εγγυήσεων κατά της κατάχρησης βίας, που θέτει σαφείς προϋποθέσεις και προσδιορίζει στάδια κλιμάκωσης της χρήσης όπλου σύμφωνα με την αρχή της αναλογικότητας». 

Πηγή

15/02/2019: Επιστολή σε Υπουργό και Γενική Γραμματέα Υπουργείου Δικαιοσύνης για τροπολογίες υπέρ πλήρως αυτεπάγγελτης και χωρίς παράβολα δίωξης ρατσιστικών και άλλων εγκλημάτων

RACIST CRIMES WATCH - Παρατηρητηριο Ρατσιστικων Εγκληματων

Κύριο Μιχάλη Καλογήρου
Υπουργό Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρώπινων Δικαιωμάτων

Κυρία Μαρία Γιαννακάκη
Γενική Γραμματέα Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων και
Πρόεδρο του Εθνικού Συμβουλίου κατά του Ρατσισμού και της Μισαλλοδοξίας

15 Φεβρουαρίου 2019

Κύριε Υπουργέ
Κυρία Γενική Γραμματέα

Στο υπό συζήτηση νομοσχέδιο του Υπουργείου Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρώπινων Δικαιωμάτων αιτούμεθα να περιληφθούν τροπολογίες για την αυτεπάγγελτη και χωρίς παράβολα δίωξη των ρατσιστικών και μερικών άλλων εγκλημάτων σε όλες τις μορφές τους και σε όλα τα ένδικα μέσα.

Σήμερα, το άρθρο 5 του Ν. 927/79 προβλέπει Οι πράξεις που περιγράφονται στον παρόντα νόμο, καθώς και τα εγκλήματα που τελούνται συνεπεία αυτών, διώκονται αυτεπαγγέλτως. Ο παθών, κατά την υποβολή της έγκλησης, όπως και όταν παρίσταται ως πολιτικώς ενάγων, δεν καταβάλλει το σχετικό παράβολο υπέρ του Δημοσίου.”

Αυτεπαγγέλτως διώκονται επίσης τα αδικήματα διακριτικής μεταχείρισης που προβλέπουν το άρθρο 11 του Ν. 4443/2016 και το άρθρο 361Β ΠΚ. Όμως δεν διώκονται αυτεπαγγέλτως τα ρατσιστικά εγκλήματα όπως…

View original post 305 more words

Αυτοί που δε γύρισαν. Οι (Σλαβο)Μακεδόνες πολιτικοί πρόσφυγες του Εμφυλίου

Popaganda  – 26/01/2019

ΤΟ-ΜΕΤΕΩΡΟ-ΒΗΜΑ-9.jpg

Αυτοί που δε γύρισαν. Οι (Σλαβο)Μακεδόνες πολιτικοί πρόσφυγες του Εμφυλίου

Η Συμφωνία των Πρεσπών εγκρίθηκε. Ίσως ήρθε η ώρα να λυθεί και μια μεγάλη ιστορική αδικία που μας βαραίνει εδώ και δεκάδες χρόνια. Ένα ρεπορτάζ της Μαρίας Λούκα.

Σας εύχομαι υγεία και ευτυχία αλλά δεν μπορώ να κάνω το ταξίδι σας
Είμαι επισκέπτης
Το κάθε τι που αγγίζω με πονάει πραγματικά
κι έπειτα δεν μου ανήκει
Όλο και κάποιος βρίσκεται να πει «δικό μου είναι»
Εγώ δεν έχω τίποτε δικό μου είχα πει κάποτε με υπεροψία
Τώρα καταλαβαίνω πως το τίποτε είναι τίποτε
Ότι δεν έχω καν όνομα
Και πρέπει να γυρεύω ένα κάθε τόσο
Δώστε μου ένα μέρος να κοιτάω
Ξεχάστε με στη θάλασσα
Σας εύχομαι υγεία και ευτυχία.

Ο Θόδωρος Αγγελόπουλος έγραψε αυτό το ποίημα το 1982. Στη συνέχεια το ενέταξε στο φιλμικό κείμενο της ταινίας «Το μετέωρο βήμα του πελαργού» (φωτογραφία εξωφύλλου). Γιατί μάλλον για εκεί ήταν γραμμένο, για μια εικονοποιητική ελεγεία του προσφυγικού πόνου, για τις χαραγμένες γραμμές στο χάρτη που βάζουν όρια στην ύπαρξη, για τα ανεκπλήρωτα τάματα που κουβαλάνε τα ποτάμια, για τις ρίζες που τραβήχτηκαν μανιασμένα από το χώμα, για τις ιστορίες που σβήστηκαν με μια μικρόψυχη σφραγίδα,  για τους ανθρώπους που πέρασαν όλη τους τη ζωή σε τόπους – αίθουσες αναμονής και ποτέ δε φτάσανε στον προορισμό τους.

Από παλιά διωγμένοι, μόνιμα επισκέπτες, παντού ξένοι και εμφατικά ανεπιθύμητοι. Αυτοί που, σε καιρό ειρήνης, δε μπόρεσαν να επιστρέψουν στα χωριά που γεννήθηκαν και πέθαναν μ’ αυτό το μαράζι.

Σκηνή από το «Μετέωρο βήμα του πελαργού».


Σ
τη Φλώρινα, στην Καστοριά, στις Πρέσπες υπάρχουν σημεία σημαδεμένα από την απουσία, την ερήμωση και τον βίαιο εξανδραποδισμό της μνήμης. Οικογένειες ολόκληρες που χωρίστηκαν σε ζόρικους καιρούς και δεν αντάμωσαν ξανά, σχέσεις ζωής που έμειναν μετέωρες να ξεροσταλιάζουν σε αντικριστές πόλεις αλλά θωρακισμένες με αόρατα τείχη αποκλεισμού, λίγα χιλιόμετρα που πήραν την απόσταση της αβύσσου.

Αυτή είναι η – άβολη για το ελληνικό κράτος και τραγική για τους πρωταγωνιστές της –  ιστορία των πολιτικών προσφύγων του Εμφυλίου που δε γύρισαν ποτέ. Όχι επειδή το επέλεξαν αλλά επειδή τους το απαγόρευσαν, καθώς χαρακτηρίστηκαν ως «μη Έλληνες το γένος».

alexandros_katsis_pop_prespes_17_-960x640.jpgΠρέσπες βράδυ στο χωριό Άγιος Γερμανός. Φωτογραφία: Αλέξανδρος Κατσής

Ξετυλίγοντας αυτό το ένοχο κουβάρι, γυρίζουμε προς τα πίσω στην ταραγμένη δεκαετία του ’40 που διαδραματίστηκε μια από τις τελευταίες και πλέον σαρωτικές πράξεις διώξεων και πειθάρχησις των σλαβόφωνων πληθυσμών της Βόρειας Ελλάδας.

Ούτως ή άλλως το ελληνικό κράτος ήδη από την εποχή της μεταξικής δικτατορίας είχε εντείνει μια στρατηγική σκληρής αφομοίωσης και καταστολής των συγκεκριμένων πληθυσμών απαγορεύοντας την έκφραση γλωσσικών και πολιτισμικών στοιχείων, ενώ είχε εισάγει την έννοια του «αλλογενούς» ως μεταβλητή στις πολιτικές ιθαγένειας. Με το προεδρικό διάταγμα του 1927 προβλεπόταν η στέρηση ιθαγένειας για «αλλογενείς έλληνες υπηκόους , εγκαταλίποντες το ελληνικόν έδαφος άνευ προθέσεως επανόδου».

Την περίοδο της ναζιστικής κατοχής αρκετοί Σλαβομακεδόνες*– όπως αυτοπροσδιορίζονταν – συμμετείχαν ενεργά στην Αντίσταση μέσα από τις γραμμές του ΕΑΜ, της ΕΠΟΝ και του ΕΛΑΣ. Η προσέγγιση του ΚΚΕ, που αποτελούσε τη ραχοκοκαλιά των αντιστασιακών οργανώσεων, κινούνταν στον αντίποδα του επίσημου ελληνικού κράτος και προέκρινε το σεβασμό και την ισότητα των μειονοτήτων. Πτυχή του εθνικοαπελευθερωτικού αγώνα στη Φλώρινα ήταν η λειτουργία των σχολείων , όπου τα παιδιά μάθαιναν και την απαγορευμένη μητρική τους γλώσσα.

Η ανάσα ελευθερίας που πήραν ήταν φευγαλέα. Μετά την απελευθέρωση της χώρας βίωσαν κι οι ίδιοι, όπως και οι περισσότεροι αγωνιστές της Αντίστασης την απόλυτη αντιστροφή της πραγματικότητας. Αυτοί που πολέμησαν τους Ναζί  βρέθηκαν ξανά διωκόμενοι από τους συνεργάτες των Ναζί που είχαν αναλάβει ρυθμιστικό ρόλο στη νέα συνθήκη. Η πρώτη γυναίκα που εκτελέστηκε στην Ελλάδα για πολιτικούς λόγους, ήταν μια (Σλαβο)μακεδόνισσα αγωνίστρια της ΕΠΟΝ και στη συνέχεια του Αντιφασιστικού Μετώπου Γυναικών, η δασκάλα Ειρήνη Γκίνη (Μίρκα Γκίνοβα). Την συνέλαβαν στις 6 Ιουλίου του 1946 άνδρες των ΜΑΥ (Μονάδες Αστυνόμευσης Υπαίθρου). Υποβλήθηκε σε άγρια βασανιστήρια όπως θάψιμο στο έδαφος και εικονική εκτέλεση, βελόνες στα νύχια, δημόσια διαπόμπευση στην πόλη. Στο δικαστήριο παρωδία που έγινε , όταν τη ρώτησαν «Τί είσαι εσύ;» απάντησε:

mirka_ginova
Η δασκάλα Ειρήνη Γκίνη (Μίρκα Γκίνοβα).

 

«Είμαι (Σλαβο)μακεδόνισσα και πιστεύω στο Κομμουνιστικό Κόμμα της Ελλάδας, επειδή μόνο αυτό το κόμμα εκπροσωπεί όλους τους λαούς της Ελλάδας και εγγυάται στους Μακεδόνες ίσα δικαιώματα με όλους τους άλλους. Πολέμησα στην Κατοχή εναντίον του Ναζί κατακτητή. Με ιδιαίτερο μίσος πολέμησα εναντίον των Βουλγάρων φασιστών, οι οποίοι προσπαθούσαν να ρίξουν τον μακεδονικό λαό στα νύχια των Ταγμάτων Ασφαλείας». Στην αναγγελία της θανατικής της καταδίκης, αντέτεινε με ψυχραιμία: «Δε φοβάμαι ότι θα με σκοτώσετε. Πίσω μου στέκουν χιλιάδες Μακεδόνισσες και Ελληνίδες γυναίκες που θα συνεχίσουν τον αγώνα. Είμαι περήφανη που πεθαίνω αγωνιζόμενη για την ελευθερία του λαού».

Εκτελέστηκε στις 26 Ιουλίου αλλά η ελληνική ακροδεξιά τη φοβάται και νεκρή, αφού πρόταση του ΚΚΕ να δοθεί το όνομα της σε δρόμο της Έδεσσας απορρίφτηκε με βδελυγμία.

Την περίοδο του Εμφυλίου το 20-25% της δύναμης του Δημοκρατικού Στρατού Ελλάδος (ΔΣΕ) αποτελούνταν από Σλαβομακεδόνες μαχητές και μαχήτριες. Τα Αρχεία Σύγχρονης Κοινωνικής Ιστορίας στο σχετικό κεφάλαιο αναφέρουν: «Οι Σλαβομακεδόνες κινητοποιήθηκαν ξανά στα χρόνια του Εμφυλίου στο πλευρό του ΔΣΕ , συγκροτώντας τα δικά τους στρατιωτικά τμήματα (ΝΟΦ)… Στις περιοχές που έλεγχε ο Δημοκρατικός Στρατός λειτούργησαν σχολεία στη σλαβομακεδονική γλώσσα , τα σλαβομακεδονικά χωριά εφοδίαζαν τους μαχητές με τρόφιμα κι εργάζονταν στην κατασκευή οχυρωματικών έργων , εκδίδονταν έντυπα στη σλαβομακεδονική γλώσσα , επιμορφώνονταν δάσκαλοί κοκ». Με την ήττα του Δημοκρατικού Στρατού πήραν τον αγκαθωτό δρόμο της προσφυγιάς  με τελικό προορισμό τις πρώην σοβιετικές δημοκρατίες. Για τους ίδιους η διαμονή τους εκεί είχε πάντα μια έννοια προσωρινότητας. Αυτό που διακαώς επιθυμούσαν ήταν να επιστρέψουν στους τόπους, τις οικογένειες και τα σπίτια που αναγκάστηκαν να εγκαταλείψουν.

Κατά τη διάρκεια του Εμφυλίου, η ελληνική Βουλή είχε προλάβει να ρίξει τα νομοθετικά θεμέλια για τη συλλογική αδικία που ακολούθησε, θεσπίζοντας το 1947 ψήφισμα σύμφωνα με το οποίο: «Έλληνες υπήκοοι διαμένοντες προσωρινώς ή μονίμως εις το εξωτερικόν, οίτινες διαρκούσης της παρούσης ανταρσίας δρουν αποδεδειγμένως αντεθνικώς ή ενισχύουν καθ’ οιονδήποτε τρόπο τον κατά του κράτους διεξαγόμενον συμμοριακόν αγώνα, δύνανται να αποστερηθούν της Ελληνικής Ιθαγένειας».

alexandros_katsis_pop_prespes_05_-960x640.jpgΕμφυλιοπολεμικό σύμβολο κρεμασμένο σε ξενοδοχείο της περιοχής.

Σύμφωνα με μια συγκεντρωτική καταγραφή των υπηρεσιών ασφαλείας 102.754 πολίτες έφυγαν από τη χώρα τη δεκαετία του ’40 για πολιτικούς λόγους, από τους οποίους οι 75.886 στερήθηκαν την ιθαγένεια.  Κάπως έτσι  – αυθαίρετα και αυταρχικά – αφαιρέθηκε η ιθαγένεια στους ηττημένους του Εμφυλίου. Το κράτος που άρθρωσε τη ρητορική των «εαμοβούλγαρων» και των «κομμουνιστοσυμμοριτών» μετατράπηκε σε μια καταστατική συμμορία που έκλεψε από χιλιάδες ανθρώπους την ιθαγένεια τους, τα σπίτια τους (καθώς οι περισσότερες ιδιοκτησίες δημεύτηκαν) και τη μνημονική τους υπόσταση. Αξιοποίησε με πνεύμα ωμού ρεβανσισμού την έκβαση του Εμφυλίου αφενός για να καταστείλει τον «εσωτερικό εχθρό» που ήταν το κίνημα χειραφέτησης που γεννήθηκε στην Αντίσταση και αφετέρου για να προχωρήσει σε μια νομιμοφανή εκκαθάριση των μειονοτικών υπολειμμάτων που θεωρούνται επικίνδυνα για τον εθνική αφήγηση. Η ίδια πολιτική συνεχίστηκε και τις επόμενες δεκαετίες στη βάση του άρθρου 19 του Κώδικα Ιθαγένειας που θεσπίστηκε το 1955 και καταργήθηκε μόλις το 1998.

Ένα από τα βασικά αιτήματα του δημοκρατικού κινήματος μετά την πτώση της χούντας ήταν η επιστροφή των πολιτικών προσφύγων του Εμφυλίου. Τα Χριστούγεννα του 1982 ο Ανδρέας Παπανδρέου ανακοίνωσε την εκπλήρωση της επιθυμίας του κόσμου και η αποτύπωση της ήρθε με την υπουργική απόφαση των Γεννηματά και Σκουλαρίκη. Η απόφαση όριζε πως «μπορούν να επιστρέψουν ελεύθερα στην Ελλάδα όλοι οι Έλληνες το γένος που κατά τη διάρκεια του Εμφυλίου Πολέμου και λόγω αυτού κατέφυγαν στην αλλοδαπή ως πολιτικοί πρόσφυγες , έστω και αν απεστερήθησαν της Ελληνικής Ιθαγένειας». Η πολυπόθητη επανόρθωση είχε αστερίσκο και εσώκλειε μια εξαίρεση ρατσιστικού χαρακτήρα.

Σύμφωνα με μια συγκεντρωτική καταγραφή των υπηρεσιών ασφαλείας 102.754 πολίτες έφυγαν από τη χώρα τη δεκαετία του ’40 για πολιτικούς λόγους, από τους οποίους οι 75.886 στερήθηκαν την ιθαγένεια. 

Οι «μη Έλληνες το γένος», επί της ουσίας δηλαδή οι σλαβόφωνοι μαχητές του Δημοκρατικού Στρατού και τα παιδιά τους δε χωρούσαν ούτε σ’ αυτήν την προσπάθεια ιστορικής αποκατάστασης. Για πολλούς από αυτούς τους ανθρώπους που υπήρξαν ηγετικές μορφές της Αντίστασης στη Βόρεια Ελλάδα, ήταν αδιανόητος όχι μόνο ο επαναπατρισμός αλλά και η απλή επίσκεψη στη χώρα κι εκεί συντελέστηκαν πολλά ασήκωτα υπαρξιακά δράματα με ανθρώπους που έμεναν στη Μπίτολα – για παράδειγμα – και δεν πήραν άδεια να επισκεφτούν το χωριό τους ούτε για την κηδεία ενός αγαπημένου προσώπου.

Οι αρχές για να μη δώσουν άδεια εισόδου μερικών ωρών ή ημερών σε Σλαβομακεδόνες πολιτικούς πρόσφυγες, εφεύρισκαν διάφορα προσκόμματα όπως το ότι μπορεί στο διαβατήριο τους να αναγράφονταν ο τόπος γέννησης με το σλαβόφωνο τοπωνύμιο αλλά η συνηθέστερη αιτία ήταν ότι επρόκειτο για ανθρώπους φακελωμένους στις «μαύρες λίστες» της κρατικής ασφάλειας.

hqdefault
Ο Βάσκο Καρατζά, στιγμιότυπο από youtube.

Ο Βάσκο Καρατζά (Βασίλης Καρατζάς) γεννήθηκε στο Δενδροχώρι Καστοριάς το 1926. Ο μεγαλύτερος αδερφός του , ο Τάσο Καρατζά ήταν εξόριστος στην Ακροναυπλιά όταν ξέσπασε ο πόλεμος. Πήρε μέρος στην Αντίσταση, συνελήφθη, φυλακίστηκε και εκτελέστηκε στο Γεντί Κουλέ. Ο Βάσκο ήταν γραμματέας της ΕΠΟΝ Κορεστείων την περίοδο της ναζιστικής κατοχής. Στο Εμφύλιο ήταν ασυρματιστής στο επιτελείο του Μάρκου Βαφειάδη. Μετά την ήττα βρέθηκε στην Τασκένδη και ήταν μέλος της επιτροπής για τον Έντιμο Επαναπατρισμό. Στη συνέχεια εγκαταστάθηκε στα Σκόπια, όπου δούλευε ως εργοδηγός στη βιομηχανία αντλιών και ταυτόχρονα έγραφε στίχους και μετέφραζε από τα ελληνικά στα μακεδονικά έργα κορυφαίων ελλήνων ποιητών.

Για το ελληνικό κράτος ήταν στιγματισμένος ως κομμουνιστής και Σλαβομακεδόνας. Μιλώντας στην Κυριακή Μάλαμα στο πλαίσιο της σειράς ντοκιμαντέρ «Εκτός Ιστορίας» περιέγραψε τη μια φορά που τον άφησαν να επισκεφτεί την Ελλάδα μετά από 36 χρόνια: «Πρώτη φορά το Νοέμβρη του 1985 πήρα άδεια να δω το χωριό μου. Όταν ανέβηκα στον πλατύδρομο κι αντίκρισα το βουνό, τις σειρές με τα δάση και τα άλλα, άνοιξα τα χέρια μου. Ήθελα να τα’ αγκαλιάσω όλα… Δεν έχω συνηθίσει να κλαίω, ανοίγω τα χέρια μου σα να καταπραΰνω τον πόνο μου. Πήρα ξανά βίζα στις 30 Μαΐου. Έφτασα στους Ευζώνους. Η υπηρεσία στα σύνορα μου είπε ότι πρέπει να γυρίσω πίσω. Μου έδωσαν κι ένα χαρτί με το οποίο μου ανακοίνωναν ότι είμαι ανεπιθύμητος στην Ελλάδα».

Κι έτσι , όπως η έσβηνε η λέξη στα χείλη του, κοκαλωμένα , χωρίς φωναχτό συναίσθημα, σαν αθόρυβος πνιγμός συνειδητοποιούσες ότι αυτό είναι η ακηδία, η θλίψη που είναι τετελεσμένη , ακαταμέτρητη και βουβή. Ο Βάσκο Καρατζά δεν πήρε άδεια ούτε για να παραβρεθεί σε συνέδριο συγγραφέων μετά από επίσημη πρόσκληση του ΕΚΕΒΙ. Ακόμα και το 2000 που η ελληνίδα πρόξενος στα Σκόπια είχε υπογράψει τη βίζα του, οι συνοριοφύλακες εφάρμοσαν τους δικούς τους κανονισμούς. «Πρέπει να είναι φοβερά επικίνδυνο πρόσωπο αυτός ο κύριος Καρατζάς . Κάτι σαν Σκοπιανός Τζέιμς Μποντ που θα μπορούσε μόνος του να εξουδετερώσει όλο τον ελληνικό στρατό. Αλλιώς δεν καταλαβαίνω γιατί το ελληνικό κράτος ανακάλεσε την ίδια του τη βίζα! Λίγη ανθρωπιά δε θα έβλαπτε. Και λίγη εξυπνάδα επίσης. Οι περιπτώσεις αυτές μαθαίνονται διεθνώς και διασύρουν τη χώρα», έγραφε τότε ο Νίκος Δήμου. Πέθανε το Φλεβάρη του 2005. Το ελληνικό κράτος δεν του αναγνώρισε το διαχρονικά ιεροποιημένο δικαίωμα στον ανθρώπινο πολιτισμό να πεθάνεις στον τόπο που γεννήθηκες.

Η περίπτωση του Βάσκο Καρατζά είναι πολύ εμβληματική και συνάμα αντιπροσωπευτική, καθώς συμπυκνώνει τη συλλογική αδικία που υπέστησαν και δυστυχώς υφίστανται ακόμα οι «μη Έλληνες το γένος» πολιτικοί πρόσφυγες. Το 1993 ο Παύλος Κουφής, τιμημένος ανθυπολοχαγός το 1940-41, Εαμίτης, δάσκαλος στα σλαβόφωνα σχολεία της απελευθερωμένης Ελλάδας, μαχητής του ΔΣΕ έγραψε στην τοπική εφημερίδα της Φλώρινας ένα συγκινητικό στιγμιότυπο που έζησε για να υπενθυμίσει την εκκρεμότητα των «ανιθαγενών» συντρόφων του: «Το 1987 ταξίδεψα από την Αθήνα για να παραβρεθώ σε χαρά γάμου συγγενών μου στα Σκόπια. Την ώρα της επιστροφής ήρθε να με χαιρετίσει ο παιδικός μου φίλος Αναστάσης Ναουμ Γιουρούκης, ογδόντα χρονών τότε. Με βουρκωμένα μάτια με σφιχταγκάλιασε. Πάρε με μαζί σου αγαπητέ – έλεγε – , βάλε με στη βαλίτσα σου. Σαν πας στο χωριό , όλους να τους χαιρετήσεις. Να γλυκοφιλήσεις το ρημαγμένο μας σπίτι, τα αγριόχορτα της αυλής»

popaganda_balkans_2-960x640.jpgO Χάρτης που αλλάζει κάθε λίγο και λιγάκι.

Στο τέλος της δεκαετίας του 80 το ΚΚΕ έκανε επίσημο διάβημα ζητώντας τον «επαναπατρισμό των Ελλήνων πολιτικών προσφύγων σλαβικής καταγωγής». Την περίοδο της Οικουμενικής κυβέρνησης του Ζολώτα, ο Χαρίλαος Φλωράκης σε μια ιστορία συζήτηση των τριών αρχηγών (Φλωράκη, Παπανδρέου, Μητσοτάκη) στο Πάντειο Πανεπιστήμιο επανέφερε το θέμα «Για φανταστείτε! Υπάρχουν πολιτικοί πρόσφυγες που γεννήθηκαν στην περιοχή αυτή. Εκεί μεγάλωσαν, εκεί έχουν τους συγγενείς τους και να μη τους επιτρέπουν να επαναπατριστούν γιατί είναι σλάβικης καταγωγής».

Το 2003 ο Μιχάλης Παπαγιαννάκης έθεσε το ζήτημα στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο. Είτε ατομικά, είτε μέσω φορέων ανθρωπίνων δικαιωμάτων οι πολιτικοί πρόσφυγες που δεν έχουν αποκατασταθεί έχουν προσφύγει στους διεθνείς οργανισμούς.

Το 2009 η Ευρωπαϊκή Επιτροπή κατά του Ρατσισμού και της Μισαλλοδοξίας του Συμβουλίου της Ευρώπης συνέστησε για ακόμη μια φορά στις ελληνικές αρχές «να λάβουν μέτρα για να εφαρμόσουν με μη μεροληπτικό τρόπο τα μέτρα συμφιλίωσης που έλαβαν για όλους εκείνους που τράπηκαν σε φυγή λόγω του εμφύλιου πολέμου». Το 2010 έξι βουλευτές του Σύριζα κατέθεσαν ερώτηση στη Βουλή στηλιτεύοντας τα «μετεμφυλιακά σύνδρομα» και ρωτώντας τα αρμόδια υπουργεία «πότε σκοπεύουν να αφαιρέσουν από τους νόμους τη μεροληπτική, ρατσιστική και μισαλλόδοξη διάκριση Έλληνες το γένος». Τότε ήταν αντιπολίτευση. Σήμερα είναι κυβέρνηση και μάλλον αυτή η ερώτηση αντανακλάται στο δικό τους καθρέφτη.

Ο Παναγιώτης Δημητράς, εκπρόσωπος του Ελληνικού Παρατηρητηρίου Συμφωνιών του Ελσίνκι έχει χειριστεί πολλές υποθέσεις μη επαναπατρισθέντων πολιτικών προσφύγων και σχολιάζει τις πρακτικές των ελληνικών αρχών: «Υπήρχαν οι μαύρες λίστες στις οποίες έβαζαν όποιους ήθελαν και συνεχίζουν να το κάνουν. Έχουμε χειριστεί υποθέσεις ακτιβιστών που δεν τους επιτρέπεται καν η είσοδος στη χώρα. Η Ελλάδα έχει απαγορεύσει την είσοδο ακόμα και σε δικηγόρο – συνεργάτιδα του ΕΠΣΕ από τα Σκόπια. Η Ελλάδα θα όφειλε, όπως έπραξε και με τις υπόλοιπες ομάδες του Εμφυλίου να τα ξεπεράσει όλα αυτά. Η μεγάλη ελπίδα αυτών των ανθρώπων ήταν όταν ήρθε ο Ανδρέας Παπανδρέου στην εξουσία αλλά δεν το κανε, μετά όταν ήρθε η Τσίπρας αλλά ούτε αυτός το έκανε. Το κράτος λέει ότι όποιοι θέλουν μπορούν να κάνουν αίτηση και θα αξιολογηθεί. Το ζήτημα δεν είναι η εξατομίκευση. Το ελληνικό κράτος πρέπει με θάρρος να αποδώσει ιθαγένεια και περιουσία (ή αντίστοιχη αποζημίωση) συλλογικά στους μη Έλληνες το γένος πολιτικούς πρόσφυγες του Εμφυλίου και στους απογόνους τους»

Μια τέτοια περίπτωση που έχει αναλάβει το ΕΠΣΕ και μπορούμε να παραθέσουμε είναι του Κ.Γ. που γεννήθηκε το 1941 στο Χιλιόδεντρο Καστοριάς. Ο πατέρας του συνελήφθη και φυλακίστηκε την περίοδο του Εμφυλίου κι έτσι η μητέρα πήρε τα παιδιά της το 1948 υπό το φόβο διώξεων και μετανάστευσαν στην Ουγγαρία, μετά στην Πολωνία και κατέληξαν το 1973 στη (σημερινή) Βόρεια Μακεδονία. Μόνο μια από τις αδερφές του που παντρεύτηκε Έλληνα πολίτη κατόρθωσε να επιστρέψει στην Ελλάδα το 1987. «Όλα αυτά τα χρόνια, ενώ επιθυμούσα να επιστρέψω και να ζήσω μόνιμα στην Ελλάδα, το κλίμα που επικρατούσε για δεκαετίες δε μου το επέτρεπε. Μάλιστα δε μας επιτράπηκε ποτέ να επισκεφτούμε το φυλακισμένο πατέρα μας ακόμα κι όταν εκείνος ψυχορραγούσε και τελικά πέθανε το 1963. Πρόσφατα, αφού πληροφορήθηκα από την αδερφή μου πως το κλίμα έχει βελτιωθεί σημαντικά αποφάσισα να επιστρέψω στη χώρα καταγωγής μου, την Ελλάδα , όπου επιθυμώ να ζήσω για το υπόλοιπο της ζωής μου». Όταν , λοιπόν, το 2010 ξεκίνησε τη διαδικασία επαναπατρισμού η αρμόδια υπηρεσία του Υπουργείο Εσωτερικών του έστειλε ένα χαρτί του 1958 που με μια μονοκοντυλιά είχε αφαιρέσει την ιθαγένεια 256 ανθρώπων , μεταξύ των οποίων και ο ίδιος.

Για να κατανοήσει κανείς το μέγεθος της αυθαιρεσίας που ασκήθηκε εις βάρος αυτών των ανθρώπων, ακόμα και πολλά χρόνια μετά τη λήξη του Εμφυλίου, το 1975 μια απόρρητη εγκύκλιος του Υπουργείου Εσωτερικών προς 10 από τις 52 νομαρχίες τότε της χώρας διέταζε τους ληξίαρχους να μην εκδίδουν πιστοποιητικά σε άτομα που ζουν στις χώρες του ανατολικού μπλοκ και αλλού χωρίς προηγούμενη έγκριση των κεντρικών υπηρεσιών και μάλιστα σε περίπτωση «μη εγκρίσεως της χορήγησης πιστοποιητικού τίνος να μη γνωστοποιούν εγγράφως εις των αιτούντα την άρνηση».

51Παιδιά κάνουν ποδήλατο στο χωριό Μπελογιάννης στην Ουγγαρία.

Η επίσημη πολιτική του κράτους ήταν η ανυπαρξία.  Μέσα από μια σειρά μεθοδεύσεων επεδίωκαν να εξαφανίσουν οποιοδήποτε μνημονικό ίχνος της ύπαρξης αυτών των ανθρώπων σε περιοχές της ελληνικής επικράτειας. Για πολίτες που είχαν γεννηθεί στη Βόρεια Ελλάδα και έφυγαν με τη διαδικασία που περιγράφηκε, είχαν το δικαίωμα οι υπηρεσίες να αρνηθούν να τους χορηγήσουν έστω και ένα πιστοποιητικό και μάλιστα προφορικά, για να μην έχουν οι πλήττοντες στα χέρια τους αποδείξεις αυτής της παρανοϊκής συμπεριφοράς, ώστε να προσφύγουν στα δικαστήρια και να δικαιωθούν. Αυτή η εγκύκλιος καταργήθηκε μερικώς μόνο το 2001 και παρέμεινε σε ισχύ για άλλα 16 χρόνια (μέχρι το 2017) για τους πρόσφυγες και τους απογόνους τους που ζούσαν στη Βόρεια Μακεδονία. Γιατί, βλέπεις, τις τελευταίες δεκαετίες εκεί γεωφραφικοποιήθηκε για τον ελληνικό κρατικό μηχανισμό ο «εθνικός κίνδυνος».

Απευθύνθηκα με αυτά τα ερωτήματα στον επικεφαλής της Ειδικής Γραμματείας Ιθαγένειας Λάμπρο Μπαλτσιώτη: «Υπάρχει η εξαίρεση που προέβλεπε η υπουργική απόφαση του 1982. Παρόλα αυτά πολλά τέτοια πρόσωπα έχουν γίνει δεκτά και έχουν επαναπατριστεί έκτοτε, ιδίως τη δεκαετία του 1980 και 1990, αλλά και αργότερα με εξατομικευμένες αιτήσεις. Τα τελευταία χρόνια αυτές οι αιτήσεις ανάκτησης ιθαγένειας κρίνονται από ένα συλλογικό όργανο με συμμετοχή δικαστών και καθηγητών νομικής, το Συμβούλιο Ιθαγένειας, κάποιες απορρίπτονται και κάποιες γίνονται δεκτές. Επίσης, υπάρχουν κάποιοι εξ αυτών ή των απογόνων τους που μπορούν να καθορίσουν την ελληνική τους ιθαγένεια από τον πρόγονο τους (π.χ. τη μητέρα τους) που δεν έχασε την ιθαγένεια. Παλαιότερα η διοίκηση, το Υπουργείο, και αυτό άλλαζε και με τη συγκυρία, είτε ερμήνευε τη νομοθεσία και τη νομολογία κατά το δοκούν, είτε κωλυσιεργούσε επί σειρά ετών, εξαντλώντας τον αιτούντα, ή ακόμη κλείνοντας την αίτηση με το θάνατό του. Σε αυτό τον τομέα υπάρχει κάποια πρόοδος, μικρή αλλά θα ήθελα να πιστεύω ορατή. Άλλωστε να μη ξεχνάνε ότι η ιθαγένεια στην Ελλάδα έχει μόλις οκτώ χρόνια που εισήλθε στο κράτος δικαίου και υπολείμματα της προηγούμενης περιόδου είναι ορατά και αλλού. Είναι χαρακτηριστικό ότι στα τέλη του 2017 με εγκύκλιο καταργήσαμε προηγούμενη απόρρητη εγκύκλιο, πλην όμως δημοσιευμένη τόσο στον αθηναϊκό τύπο όσο και στον τοπικό τύπο της Φλώρινας, που έδινε τη δυνατότητα στο κράτος να μπορεί να μη χορηγεί πιστοποιητικά γέννησης σε πρόσωπα που διαμένουν στην πΓΔΜ. Η μεγαλύτερη κατηγορία προσώπων που δεν έχουν επαναπατριστεί είναι εγκαταστημένοι στην πΓΔΜ. Οι αιτήσεις αυτών των ανθρώπων όταν σπανίως πλέον γίνονται, εξετάζονται, ατομικά προφανώς, και κρίνονται από το σύνολο των στοιχείων του φακέλου. Επιτρέψτε μου πάντως, να κάνω δύο αναφορές με βάση την επιστημονική μου ενασχόληση με το ζήτημα. Η πρώτη, αφορά το ότι ο γειτονικός εθνικισμός αρνείται να ακούσει το γεγονός ότι πολλά άτομα έχουν επαναπατριστεί, ακόμη και κάποια που στην υπερορία είχαν δηλώσει μακεδονική εθνότητα. Βέβαια το επιχείρημα συντηρείτο και από απαράδεκτες πολιτικές του παρελθόντος, και έρχομαι στη δεύτερη αναφορά: να θυμηθώ την απαγόρευση εισόδου στον παλαίμαχο μαχητή του ΔΣΕ Βάσκο Καρατζά –ενός ανθρώπου εξαιρετικά μετριοπαθούς και με βαθιά αγάπη για την Ελλάδα, ή την επίσκεψη του Κωστή Στεφανόπουλου το 1998 στο χωριό Μπελογιάννης στην Ουγγαρία, όπου έκπληκτος διαπίστωσε, επισκεπτόμενος τους “Έλληνες της Διασποράς” ότι αρκετοί δεν είχαν ιθαγένεια λόγω καταγωγής από συγκεκριμένους οικισμούς της Καστοριάς κάτι που μεταβλήθηκε στη συνέχεια. Τα παραπάνω, και πολλά άλλα, όπως για παράδειγμα, ο επαναπατρισμός του Παύλου Κούφη το 1987, εκ των συγγραφέων των σχολικών εγχειριδίων για τους σλαβόφωνους πολιτικούς πρόσφυγες –να θυμίσω ένα κεφάλαιο από αυτά σε μετάφραση «Ο Φώτης είναι Έλληνας και ο Φιλίπ είναι Μακεδόνας», αυτά που έγραψαν και πίστευαν, δείχνουν ότι αρκετοί εξ αυτών δεν έβλεπαν αντιθετικά την ελληνική και τη μακεδονική ταυτότητα που είχαν αναπτύξει. Θα μπορούσε να πει λοιπόν κανείς ότι το ασαφές και ρευστό όριο του “Έλληνες ή μη Έλληνες το γένος”, όπως εφαρμόστηκε μετά το 1982, αντανακλούσε -και εν μέρει αντανακλά- πραγματικές καταστάσεις».

Στην τοποθέτηση του Ειδικού Γραμματέα σαφώς υπάρχουν κριτικές παραδοχές για τη μεταχείριση που επεφύλαξε η Πολιτεία στη συγκεκριμένη κατηγορία, ενώ αποκρυσταλλώνεται και μια πρόθεση βελτίωσης. Ωστόσο και πάλι ο τρόπος που υποδεικνύεται είναι στη σφαίρα της περιπτωσιολογίας, δηλαδή μπορεί όποιος θέλει να κάνει αίτηση και το Συμβούλιο Ιθαγένειας θα την εξετάσει. Αυτό ισχύει ούτως ή άλλως. Το ζήτημα είναι ότι μιλάμε για ανθρώπους που είχαν την ελληνική ιθαγένεια, γιατί εδώ γεννήθηκαν, εδώ έζησαν την παιδικότητα και την εφηβεία τους, εδώ συγκρότησαν δεσμούς και κοινωνικές σχέσεις, εδώ πολλοί πολέμησαν εναντίον των Ναζί ή/και στον Εμφύλιο.  Τους αφαιρέθηκε η ιθαγένεια και δεν συμπεριλήφθηκαν στα μέτρα επανόρθωσης της δεκαετίας του 80. Πρόκειται ξεκάθαρα για μια ιστορική ασυμμετρία ρατσιστικού περιεχομένου, η οποία οφείλει να αρθεί ως τέτοια και όχι επιλεκτικά. Η εξατομίκευση του ζητήματος λειτουργεί διαιρετικά και αφήνει ένα μεγάλο περιθώριο για φρονηματικού τύπου αξιολογήσεις.

Ο Γιώργος Λιάνης, επί πολλά χρόνια βουλευτής στη Φλώρινα και πρώην Υπουργός, είναι από τους ανθρώπους που θέτουν επιτακτικά την ανάγκη αποκατάστασης με αφορμή και την Συμφωνία των Πρεσπών.  Ο ίδιος ,εξάλλου, έχει βιώσει τη βιτριολική επίδραση του εθνικιστικού λαϊκισμού, όταν τη δεκαετία του ’90 στοχοποιήθηκε επειδή χόρεψε το «ανθελληνικό» – όπως χαρακτηρίστηκε από ακροδεξιούς κύκλους – τραγούδι «Ελενο Μόμε» στο πανηγύρι του προφήτη Ηλία στο Μελίτη της Φλώρινας. «Είναι πολύ σκληρό αυτό που έχει συμβεί. Τους έχω συναντήσει αυτούς τους ανθρώπους. Το 1976 – αν θυμάμαι καλά – πήγα ως δημοσιογράφος στα Σκόπια κι έκανα ορισμένες συνεντεύξεις. Ο λόγος τους έβγαζε καημό. Κατέβαιναν στη γέφυρα του Βαρδάρη για να βλέπουν τα φώτα της Ελλάδας. Θα σας εξομολογηθώ και κάτι ακόμα. Ο Γεννηματάς, ο οποίος υπέγραψε την απόφαση του 1982 που τους εξαιρούσε, κάποια χρόνια αργότερα ήρθε στη Φλώρινα στο πλαίσιο μιας κεντρικής εκδήλωσης του ΠΑΣΟΚ. Γνώρισε τους ανθρώπους. Στη Φλώρινα υπάρχουν πολλές οικογένειες που δε μπόρεσαν να επανασυνδεθούν με τους συγγενείς τους. Κατανόησε το παράπονο τους. Μου είπε , λοιπόν, τότε ότι θα επιδιώξει μια επανόρθωση και μου ζήτησε να τον βοηθήσω να επεξεργαστεί το θέμα μια νομοπαρασκευαστική επιτροπή. Δυστυχώς δεν πρόλαβε να το κάνει. Εγώ διεκδικώ αυτή την αλλαγή. Το έχω θέσει και στη σημερινή κυβέρνηση. Είναι σαν αρχαία τραγωδία να μην επιτρέπεις σε κάποιον να πεθάνει και να ταφεί στον τόπο του. Οι άνθρωποι αυτοί είναι πολύ μεγάλης ηλικίας πλέον. Αυτό θέλουν, να περάσουν τα χρόνια που τους μένουν στην Ελλάδα. Πρέπει να γίνει για να κλείσει μια ακόμα πληγή του Εμφυλίου», λέει.

Θα μου πεις τι ψάχνεις τώρα; Σε πόσους μπορεί να αφορά αυτή η ιστορία; Δεν ξέρω. Οι περισσότεροι μάλλον πέθαναν ως «ανεπιθύμητοι» κι αυτό ήταν ανάλγητο. Αφορά σε όσους ζουν ακόμα, σε όσους ήταν μικρά παιδιά όταν έφυγαν με τους γονείς τους, σε κάποιους απογόνους. Ακόμα και σε έναν άνθρωπο ,να σου πω την αλήθεια, να αφορούσε, θα έπρεπε και πάλι να γίνει. Πέρα από την πρακτική , έχει και μια βαθιά συμβολική διάσταση. Ένα κομμάτι του πολιτικού συστήματος και του κοινωνικού σώματος με πολλή μεγάλη ευκολία – ενίοτε κιόλας κινδυνολογικά ή αβάσιμα – υπογραμμίζει τους εθνικισμούς των άλλων, τους αλυτρωτισμούς των άλλων, τις καταπιέσεις των άλλων αλλά στυλώνει σχεδόν με εφηβικό πείσμα τα πόδια ,όταν πρόκειται να μιλήσουμε για τα αντίστοιχα ελληνικά κρούσματα και ιδεολογήματα. Αφρίζει όταν καταπιέζονται ελληνικές μειονότητες σε άλλα κράτη αλλά αγνοεί ηθελημένα ότι το ελληνικό κράτος έχει συστηματικά καταπιέσει και παραβιάσει δικαιώματα κοινοτήτων που έχουν γλωσσικές, πολιτισμικές, θρησκευτικές ή ακόμα και εθνοτικές διαφοροποιήσεις από τις κυρίαρχες. Ο ρατσιστικός αποκλεισμός των (Σλαβο)Μακεδόνων πολιτικών προσφύγων από τη δυνατότητα επαναπατρισμού χωρίς αστερίσκους και δηλώσεις «μεταμέλειας», είναι ένα κραυγαλέο υπόδειγμα κουρελιάσματος της έννοιας του κράτους δικαίου και αντικατάστασης του από το ανενόχλητο σουλάτσο πρακτόρων και εμπόρων εθνικοφροσύνης. Μπορούμε να αποκαθηλώσουμε και τα δικά μας ταμπού, ειδικά όταν αυτά ζέχνουν μίσος και θρέφουν τη βλακώδη νοσηρότητα των κάθε λογής φασιστών και αυτοαναγορευόμενων «καθαρόαιμων» εκπροσώπων της ελληνικότητας. Γυρνώντας 70 χρόνια πίσω για να σκύψεις με τρυφερότητα σ’ ένα ανοιχτό τραύμα, κάνεις ταυτόχρονα ένα βήμα μπροστά. Βάζεις μια σχεδία στο ποτάμι του Αγγελόπουλου.


*Στο κείμενο χρησιμοποιείται όρος Σλαβομακεδόνες, καθώς αυτός ήταν ο προσδιορισμός που είχε επικρατήσει από τον ΕΛΑΣ και ΔΣΕ για τη συγκεκριμένη κατηγορία μαχητών.

Βασικές πηγές άντλησης πληροφοριών για την έρευνα και τη σύνταξη του άρθρου υπήρξαν: Η συστηματική και μακροχρόνια δουλειά της ερευνητικής ομάδας του «Ίου» της Ελευθεροτυπίας http://www.iospress.gr/issues/refugees.htm, η μελέτη του δημοσιογράφου και ιστορικού Τάσου Κωστόπουλου «Αφαιρέσεις Ιθαγένειας: η σκοτεινή πλευρά της νεοελληνικής ιστορίας» που είναι προσβάσιμη στην πλατφόρμα academia.edu, το ντοκιμαντέρ της Κυριακής Μάλαμα «Εκτός Ιστορίας: Βάσκο Καρατζά» https://www.youtube.com/watch?v=v4wW0ZQ28dk ,  οι αναφορές του Ελληνικού Παρατηρητηρίου Συμφωνιών του Ελσίνκι, καθώς και ορισμένες καταγραφές από τη σελίδα https://ourbalkans.wordpress.com/

Διεθνείς δίκες ΕΠΣΕ για βασανιστήρια σε σεμινάριο Αρείου Πάγου – Συμβουλίου Ευρώπης για συμμόρφωση Ελλάδας με νομολογία ΕΔΔΑ

εισαπ - coe logos

Στις 10 και 11 Ιανουαρίου 2019, η Εισαγγελία του Αρείου Πάγου και το Συμβούλιο της Ευρώπης συνοργάνωσαν ένα στρογγυλό τραπέζι με θέμα “Αστυνόμευση: ρόλοι και ευθύνες εθνικών παραγόντων σε σχέση με την (κακο-)μεταχείριση συλληφθέντων στην Ελλάδα”. Αντικείμενο “η διασφάλιση της συμμόρφωσης του ελληνικού νομικού συστήματος προς το γράμμα και το πνεύμα της νομοθεσίας σχετικά με τα βασανιστήρια και τη σχετική κακομεταχείριση.” Συμμετείχαν εισαγγελείς και δικαστές, αστυνομικοί, λιμενικοί, πανεπιστημιακοί, δικηγόροι, κυβερνητικοί παράγοντες.

Η συζήτηση έγινε στη βάση Υπομνήματος που “εκπονήθηκε από τη δρα Νατάσα Μαυρονικόλα, Επίκουρη Καθηγήτρια Νομικής στη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου του Birmingham“. Σημαντική θέση στο υπόμνημα έχει το έργο του Ελληνικού Παρατηρητηρίου των Συμφωνιών του Ελσίνκι (ΕΠΣΕ).

Στο υπόμνημα επίσης αναφέρονται κατ’ επανάληψη οι οκτώ από τις εννέα καταδικαστικές αποφάσεις του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΕΔΔΑ) κατά της Ελλάδας για αστυνομική βία, μετά από προσφυγές του ΕΠΣΕ:

  1. Μπέκος και Κουτρόπουλος κατά Ελλάδας προσφυγή αριθ. 15250/02 (ΕΔΔΑ, 13 Δεκεμβρίου 2005)
  2. Ζελίλωφ κατά Ελλάδας προσφυγή αριθ. 17060/03 (ΕΔΔΑ, 24 Μαΐου 2007)
  3. Καραγιαννόπουλος κατά Ελλάδας προσφυγή αριθ. 27850/03 (ΕΔΔΑ, 21 Ιουνίου 2007)
  4. Celniku κατά Ελλάδας προσφυγή αριθ. 21449/04 (ΕΔΔΑ, 5 Ιουλίου 2007)
  5. Πετροπούλου-Τσακίρη κατά Ελλάδας προσφυγή αριθ. 44803/04 (ΕΔΔΑ, 6 Δεκεμβρίου 2007)
  6. Π.Γ[Γκαλότσκιν] κατά Ελλάδας προσφυγή αριθ. 2945/07 (ΕΔΔΑ, 14 Ιανουαρίου 2010)
  7. Στεφάνου κατά Ελλάδας προσφυγή αριθ. 2954/07 (ΕΔΔΑ, 22 Απριλίου 2010)
  8. Σιδηρόπουλος και Παπακώστας κατά Ελλάδας προσφυγή αριθ. 33349/10 (ΕΔΔΑ, 25 Ιανουαρίου 2018),

[δεν υπάρχει αναφορά μόνο στη Λεωνίδης κατά Ελλάδας προσφυγή αριθ. 43326/05 (ΕΔΔΑ, 8 Ιανουαρίου 2009)]

Στο υπόμνημα αναφέρονται τέλος κατ’ επανάληψη οι δύο καταδικαστικές αποφάσεις της Επιτροπής Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων του ΟΗΕ κατά της Ελλάδας για αστυνομική βία, μετά από προσφυγές του ΕΠΣΕ:

  1. Καλαμιώτης κατά Ελλάδας, CCPR/C/93/D/1486/2006 (Επιτροπή Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, 5 Αυγούστου 2008),
  2. Κατσαρής κατά Ελλάδας, CCPR/C/105/D/1558/2007 (Επιτροπή Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, 30 Αυγούστου 2012)

Ευρωκόλαφος για ανεκτέλεστες αποφάσεις ΕΔΔΑ για βία αστυνομικών – λιμενικών και απαγόρευση τουρκικών ενώσεων

Το Ελληνικό Παρατηρητήριο των Συμφωνιών του Ελσίνκι (ΕΠΣΕ) καλεί κυβέρνηση, κόμματα και πλειοψηφία ΜΜΕ και κοινωνίας πολιτών, αντί να πανηγυρίζουν κατά τη σημερινή Παγκόσμια Ημέρα Ανθρώπινων Δικαιωμάτων, να σκύψουν πάνω στις αυστηρές έως ταπεινωτικές για την Ελλάδα συνολικά αποφάσεις της Επιτροπής Υπουργών του Συμβουλίου της Ευρώπης που πάρθηκαν την περασμένη εβδομάδα για την πάνω από δεκαετία μη συμμόρφωση με σωρεία καταδικαστικών αποφάσεων του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΕΔΔΑ) που αφορούν ατιμωρησία αστυνομικών και λιμενικών που έκαναν βασανιστήρια ή κακομεταχείριση και διάλυση ή άρνηση εγγραφής τουρκικών μειονοτικών ενώσεων. Τα πλήρη κείμενα των αποφάσεων της 6 Δεκεμβρίου 2018 (που αποσιώπησαν ΟΛΑ τα ΜΜΕ) ακολουθούν σε μετάφραση του ΕΠΣΕ το οποίο με συνεχείς τεκμηριωμένες παρεμβάσεις του έπαιξε καθοριστικό ρόλο στη διαμόρφωση των αποφάσεων αυτών. Οι παρεμβάσεις του ΕΠΣΕ και οι αποφάσεις της ΕΥ είναι διαθέσιμες στις ιστοσελίδες:

https://greekhelsinki.wordpress.com/tag/makaratzis/
http://hudoc.exec.coe.int/ENG?i=004-15563 (σχετική ιστοσελίδα Επιτροπής Υπουργών)

https://greekhelsinki.wordpress.com/tag/bekir-ousta-and-others/
http://hudoc.exec.coe.int/ENG?i=004-15568 (σχετική ιστοσελίδα Επιτροπής Υπουργών)

1. Ατιμωρησία αστυνομικών και λιμενικών για χρήση βίας

  • Η Ελλάδα ελέγχεται γιατί έχει σύντομες προθεσμίες παραγραφής αδικημάτων για βασανιστήρια και κακομεταχείριση και έτσι δεν μπορεί να επανεξετάσει τις υποθέσεις που οδήγησαν σε καταδίκες από το ΕΔΔΑ, πλην της μόνης για την οποία υπάρχει καταδίκη από ελληνικά δικαστήρια για βασανιστήρια που δεν έχουν παραγραφή (υπόθεση Σιδηρόπουλου – Παπακώστα για βασανιστήρια με ηλεκτροσόκ το 2002).
  • Ζητείται από την Ελλάδα ενημέρωση για το αν παρέμειναν στην υπηρεσία οι αστυνομικοί και οι λιμενικοί δράστες των βασανιστηρίων και της κακομεταχείρισης στις 13 υποθέσεις που οδήγησαν σε καταδικαστικές αποφάσεις από το ΕΔΔΑ (για 9 από αυτές οι προσφυγές έγιναν από το ΕΠΣΕ).
  • Χαιρετίζεται η πρόθεση της κυβέρνησης να ζητηθεί συγγνώμη από τα θύματα βασανιστηρίων και κακομεταχείρισης και αναμένεται η υλοποίησή της.
  • Ζητείται ενημέρωση για την αποτελεσματικότητα του Συνηγόρου του Πολίτη ως νέου μηχανισμού διερεύνησης των σχετικών καταγγελιών καθώς και για τον αντίκτυπο της εισαγωγής του ρατσιστικού κινήτρου στη διερεύνηση αυτών των υποθέσεων.
  • Ζητείται ενημέρωση για τα μέτρα για την ευθυγράμμιση του ορισμού των βασανιστηρίων με τις διεθνείς συμβάσεις και για την αφαίρεση της δυνατότητας μετατροπής ποινών φυλάκισης που επιβάλλονται για βασανιστήρια και άλλες μορφές κακομεταχείρισης σε πρόστιμα.

2. Απαγόρευση λειτουργίας τουρκικών μειονοτικών ενώσεων

  • Εκφράζεται λύπη για τη συνεχιζόμενη απαγόρευση λειτουργίας τουρκικών μειονοτικών ενώσεων και τη συνεχιζόμενη άρνηση συμμόρφωσης με τις αποφάσεις του ΕΔΔΑ ακόμα και μετά την εισαγωγή νομοθεσίας για την επανεξέταση των υποθέσεων αυτών που αγνόησε το Εφετείο Θράκης αρνούμενο την άρση διάλυσης της Τουρκικής Ένωσης Ξάνθης.
  • Εκφράζεται βαθιά λύπη γιατί, περιφρονώντας τη νομολογία του ΕΔΔΑ, τα ελληνικά δικαστήρια μέχρι και τον Άρειο Πάγο το 2017 αρνήθηκαν την εγγραφή του Πολιτιστικού Συλλόγου Τούρκων Γυναικών Νομού Ξάνθης.
  • Καλείται η Ελλάδα να φροντίσει ώστε να αποφασίζει για τα θέματα αυτά η δικαιοσύνη σεβόμενη την Ευρωπαϊκή Σύμβαση Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΕΣΔΑ) και τις αποφάσεις του ΕΔΔΑ και για το λόγο αυτό να προχωρήσει και σε κατάρτιση των δικαστών στην ΕΣΔΑ και στην υποχρέωση συμμόρφωσης με τις αποφάσεις του ΕΔΔΑ.
  • Λόγω της σοβαρότητας της υπόθεσης αποφασίστηκε να επανεξετασθεί η συμμόρφωση της Ελλάδας κατεπειγόντως το Σεπτέμβριο 2019.

Συμβούλιο της Ευρώπης – Απόφαση Επιτροπής Υπουργών: Επίβλεψη εκτέλεσης αποφάσεων ΕΔΔΑ Μακαρατζής κτλ. κατά Ελλάδας (βία αστυνομικών – λιμενικών)


ΕΠΙΤΡΟΠΗ ΥΠΟΥΡΓΩΝ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΗΣ

ΑΝΑΠΛΗΡΩΤΕΣ ΥΠΟΥΡΓΩΝ

Αποφάσεις

CM/Del/Δεκ(2018)1331/H46-13

6 Δεκεμβρίου 2018

1331η συνεδρίαση, 4-6 Δεκεμβρίου 2018 (ΑΔ)

H46-12 Ομάδα αποφάσεων Μακαρατζής κ.λπ. κατά Ελλάδας
(Προσφυγές υπ’ αριθ. 50385/99 κτλ.)

Επίβλεψη της εκτέλεσης των αποφάσεων του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου

Αποφάσεις

Οι Αναπληρωτές

1. υπενθυμίζοντας ότι αυτές οι υποθέσεις αφορούν τη χρήση δυνητικά θανατηφόρας βίας και κακομεταχείρισης από όργανα επιβολής του νόμου καθώς και την έλλειψη αποτελεσματικών ερευνών ικανών να οδηγήσουν σε επαρκείς πειθαρχικές και ποινικές κυρώσεις·

Όσον αφορά τα ατομικά μέτρα

2. υπενθυμίζουν με λύπη ότι, λόγω των ισχυόντων κανόνων παραγραφής, δεν είναι δυνατή η επανεξέταση υπερβολικά επιεικών καταδικαστικών αποφάσεων ή αναποτελεσματικών ποινικών ανακρίσεων (ειδικότερα της πρόσφατης υπόθεσης Andersen).

3. εκφράζουν επίσης τη λύπη τους για το γεγονός ότι στην υπόθεση Zontul, λόγω της τότε ισχύουσας ελληνικής νομοθεσίας, η επανεξέταση της ποινικής καταδίκης των λιμενικών υπεύθυνων για προσβολή της σεξουαλικής αξιοπρέπειας δεν θα επέτρεπε να ληφθεί υπόψη η διαπίστωση του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου ότι τα γεγονότα αποτελούσαν βασανιστήρια κατά την έννοια του άρθρου 3 της Σύμβασης, καθώς στην έννοια των βασανιστηρίων στην ελληνική νομοθεσία δεν περιλαμβάνονταν τα πραγματικά περιστατικά της υπόθεσης· σημείωσαν ωστόσο με ικανοποίηση την απόφαση του Συνήγορου του Πολίτη να επαναλάβει τις πειθαρχικές έρευνες σχετικά με τις συνέπειες των εν λόγω πράξεων·

4. εξέφρασαν τη λύπη τους για το γεγονός ότι σε όλες τις περιπτώσεις – εκτός από εκείνες των Σιδηρόπουλου – Παπακώστα και Andersen – η επανάληψη των πειθαρχικών ερευνών δεν ήταν δυνατή λόγω του ότι τα αδικήματα είχαν παραγραφεί·

5. κάλεσαν τις αρχές να ενημερώσουν την Επιτροπή μέχρι την 1η Σεπτεμβρίου 2019 για την επανεξέταση των πειθαρχικών ερευνών σχετικά με τις υποθέσεις Σιδηρόπουλου – Παπακώστα και Andersen·

6. επισημαίνοντας επίσης την ιδιαίτερη πολυπλοκότητα του ζητήματος παραγραφής στην υπόθεση Zontul, κάλεσαν τις αρχές να υποβάλουν στην Επιτροπή έως την 1η Σεπτεμβρίου 2019 τα πλήρη πορίσματα του Λιμενικού Σώματος σχετικά με την επανάληψη της πειθαρχικής διαδικασίας, ιδίως όσον αφορά την παραμονή στην υπηρεσία των υπευθύνων·

7. χαιρέτισαν την πρόθεση των αρχών να ζητήσουν από τους επικεφαλής των υπηρεσιών που εμπλέκονται σε βασανιστήρια και άλλες μορφές κακομεταχείρισης να ζητήσουν γραπτή συγγνώμη από τους προσφεύγοντες· κάλεσαν τις αρχές να ενημερώσουν την Επιτροπή μέχρι την 1η Σεπτεμβρίου 2019 για οποιαδήποτε περαιτέρω εξέλιξη·

Όσον αφορά τα γενικά μέτρα

8. κάλεσαν τις αρχές να εντείνουν τις συνεχιζόμενες προσπάθειές τους για την εξάλειψη όλων των μορφών κακομεταχείρισης από τα όργανα επιβολής του νόμου, λαμβάνοντας δεόντως υπόψη τις συστάσεις της CPT και τις κάλεσαν να παράσχουν στην Επιτροπή συγκεκριμένες και λεπτομερείς πληροφορίες σχετικά με τα ληφθέντα ή προβλεπόμενα μέτρα σε απάντηση στις αποφάσεις του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου στις υποθέσεις αυτές·

9. όσον αφορά την αποτελεσματικότητα των ερευνών, κάλεσαν τις αρχές να υποβάλουν έως την 1η Σεπτεμβρίου 2019 λεπτομερείς πληροφορίες σχετικά με τα ακόλουθα θέματα:

α) την αναστολή της παραγραφής για αξιόποινες πράξεις που σχετίζονται με παραβάσεις παρόμοιες με εκείνες στις υπό κρίση υποθέσεις·

β) τη γενική δυνατότητα επανέναρξης πειθαρχικών ερευνών σε περιπτώσεις όπου έχει ήδη αποφασισθεί ποινική ή πειθαρχική ευθύνη, λαμβανομένης υπόψη της αρχής ne bis in idem που κατοχυρώνεται στον νόμο 4443/2016·

γ) την αποτελεσματικότητα του νέου μηχανισμού καταγγελίας (Συνηγόρου του Πολίτη), ιδίως υπό το πρίσμα των αποτελεσμάτων των ερευνών επί των καταγγελιών που υποβλήθηκαν μετά την έναρξη λειτουργίας του μηχανισμού στις 9 Ιουνίου 2017·

δ) τον αντίκτυπο της νέας ενισχυμένης νομοθετικής προστασίας κατά του ρατσιστικού εγκλήματος και τα ενδεχόμενα νέα μέτρα που προβλέπονται για τη διασφάλιση της διερεύνησης πιθανών ρατσιστικών κινήτρων όταν παρουσιάζεται κακομεταχείριση στο πλαίσιο της επιβολής του νόμου·

ε) το κατά πόσον οι αποφάσεις για την περάτωση ποινικών ανακρίσεων λόγω παραγραφής μπορούν να υποβληθούν σε δικαστική ή άλλη ανεξάρτητη επανεξέταση·

στ) τα μέτρα που ελήφθησαν ή σχεδιάστηκαν στο πλαίσιο της τρέχουσας αναθεώρησης του Ποινικού Κώδικα, προκειμένου να ευθυγραμμιστεί πλήρως η διεξαγωγή των ποινικών ανακρίσεων σε περιπτώσεις κακομεταχείρισης και οι σχετικές κυρώσεις με τις απαιτήσεις της νομολογίας του Δικαστηρίου, ιδίως όσον αφορά τον ορισμό των βασανιστηρίων και τις δυνατότητες μετατροπής ποινών φυλάκισης που επιβάλλονται για βασανιστήρια και άλλες μορφές κακομεταχείρισης σε ποινές μη στερητικές της ελευθερίας.

[Μετάφραση στα ελληνικά από το Ελληνικό Παρατηρητήριο των Συμφωνιών του Ελσίνκι (ΕΠΣΕ) από το αγγλικό πρωτότυπο διαθέσιμο εδώ] 


 

Συμβούλιο της Ευρώπης – Απόφαση Επιτροπής Υπουργών: Επίβλεψη εκτέλεσης αποφάσεων ΕΔΔΑ Bekir-Ousta κτλ. κατά Ελλάδας (τουρκικές ενώσεις)


ΕΠΙΤΡΟΠΗ ΥΠΟΥΡΓΩΝ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΗΣ

ΑΝΑΠΛΗΡΩΤΕΣ ΥΠΟΥΡΓΩΝ

Αποφάσεις

CM/Del/Δεκ(2018)1331/Η46-12

6 Δεκεμβρίου 2018

1331η συνεδρίαση, 4-6 Δεκεμβρίου 2018 (ΑΔ)

H46-12 Ομάδα αποφάσεων Bekir-Ousta κ.λπ. κατά Ελλάδας
(Προσφυγές υπ’ αριθ. 35151/05 κτλ)

Επίβλεψη της εκτέλεσης των αποφάσεων του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου

 

Αποφάσεις

Οι Αναπληρωτές

1. υπενθυμίζοντας ότι οι υποθέσεις αυτές αφορούν παραβιάσεις του δικαιώματος της ελευθερίας του συνεταιρίζεσθαι λόγω της άρνησης των εθνικών δικαστηρίων να εγκρίνουν ενώσεις και της απόφασης που οδηγεί στη διάλυση ενός σωματείου·

Όσον αφορά τα ατομικά μέτρα

2. εκφράζουν τη λύπη του για το γεγονός ότι, παρά τις προσπάθειες που κατέβαλαν οι αρχές, και ιδίως την τροποποίηση του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας το 2017, δέκα χρόνια μετά την έκδοση των αποφάσεων του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου, δύο από τις ενώσεις αυτές παραμένουν χωρίς έγκριση και μία διαλυμένη.

3. υπενθυμίζοντας ότι η υποχρέωση ενός συμβαλλομένου κράτους βάσει του άρθρου 46 της Σύμβασης να συμμορφώνεται πλήρως και αποτελεσματικά με τις αποφάσεις του Δικαστηρίου εκτείνεται στην ερμηνεία της εσωτερικής νομοθεσίας από τα εθνικά δικαστήρια, σημείωσαν την πρόσφατη απόφαση του Εφετείου Θράκης που απορρίπτει για διαδικαστικούς λόγους την αίτηση επανεξέτασης της απόφασης διάλυσης μιας από τις αιτούσες ενώσεις· σημείωσαν ωστόσο ότι έχει ασκηθεί προσφυγή κατά της απόφασης αυτής και ότι εκκρεμεί ενώπιον του Αρείου Πάγου·

4. κάλεσαν τις αρχές να λάβουν γρήγορα όλα τα αναγκαία μέτρα ώστε οι υποθέσεις των αιτουσών να εξετάζονται από τα εθνικά δικαστήρια σε πλήρη και ουσιαστική συμμόρφωση με το άρθρο 11 της Σύμβασης και τις αποφάσεις του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου και να ενημερώνεται η Επιτροπή για όλες τις σχετικές εξελίξεις .

5. κάλεσαν τις αρχές να παρέχουν τακτικά πληροφορίες σχετικά με τις περαιτέρω εξελίξεις σε όλες τις εν εξελίξει διαδικασίες σχετικά με αυτήν την ομάδα υποθέσεων ·

Όσον αφορά τα γενικά μέτρα

6. σημείωσαν με βαθιά λύπη ότι η εγγραφή άλλης ένωσης στην περιοχή της Θράκης απορρίφθηκε το 2017 με τελική απόφαση του Αρείου Πάγου για λόγους που ήδη επικρίθηκαν από το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο στις αποφάσεις του του 2008 σχετικά με τις παρούσες υποθέσεις ·

7. παροτρύνουν επομένως τις αρχές να λάβουν πρόσθετα μέτρα, όπως η ευρεία διάδοση της νομολογίας του Δικαστηρίου και η συστηματική κατάρτιση των εθνικών δικαστών σε όλα τα επίπεδα, προκειμένου να διασφαλιστεί ότι τα εθνικά δικαστήρια λαμβάνουν αποφάσεις σχετικά με την εγγραφή ή τη διάλυση ενώσεων εναρμονισμένα πλήρως και αποτελεσματικά με τη νομολογία του Δικαστηρίου και να ενημερώνουν την Επιτροπή για περαιτέρω εξελίξεις ·

8. αποφάσισαν να επαναλάβουν την εξέταση αυτής της ομάδας υποθέσεων κατά την πρώτη συνεδρίαση μετά την έκδοση της απόφασης του Αρείου Πάγου σε απάντηση της προαναφερθείσας προσφυγής που υπέβαλε μία από τις αιτούσες ενώσεις ή κατά την 1354η συνεδρίασή της (Σεπτέμβριος 2019) (DH) το αργότερο.

[Μετάφραση στα ελληνικά από το Ελληνικό Παρατηρητήριο των Συμφωνιών του Ελσίνκι (ΕΠΣΕ) από το αγγλικό πρωτότυπο διαθέσιμο εδώ


 

Συμβούλιο της Ευρώπης – Απόφαση Επιτροπής Υπουργών: Επίβλεψη εκτέλεσης αποφάσεων ΕΔΔΑ Μακαρατζής κτλ. κατά Ελλάδας (βία αστυνομικών – λιμενικών)

ΕΠΙΤΡΟΠΗ ΥΠΟΥΡΓΩΝ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΗΣ

ΑΝΑΠΛΗΡΩΤΕΣ ΥΠΟΥΡΓΩΝ

Αποφάσεις

CM/Del/Δεκ(2018)1331/H46-13

6 Δεκεμβρίου 2018

1331η συνεδρίαση, 4-6 Δεκεμβρίου 2018 (ΑΔ)

H46-12 Ομάδα αποφάσεων Μακαρατζής κ.λπ. κατά Ελλάδας
(Προσφυγές υπ’ αριθ. 50385/99 κτλ.)

Επίβλεψη της εκτέλεσης των αποφάσεων του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου

Αποφάσεις

Οι Αναπληρωτές

1. υπενθυμίζοντας ότι αυτές οι υποθέσεις αφορούν τη χρήση δυνητικά θανατηφόρας βίας και κακομεταχείρισης από όργανα επιβολής του νόμου καθώς και την έλλειψη αποτελεσματικών ερευνών ικανών να οδηγήσουν σε επαρκείς πειθαρχικές και ποινικές κυρώσεις·

Όσον αφορά τα ατομικά μέτρα

2. υπενθυμίζουν με λύπη ότι, λόγω των ισχυόντων κανόνων παραγραφής, δεν είναι δυνατή η επανεξέταση υπερβολικά επιεικών καταδικαστικών αποφάσεων ή αναποτελεσματικών ποινικών ανακρίσεων (ειδικότερα της πρόσφατης υπόθεσης Andersen).

3. εκφράζουν επίσης τη λύπη τους για το γεγονός ότι στην υπόθεση Zontul, λόγω της τότε ισχύουσας ελληνικής νομοθεσίας, η επανεξέταση της ποινικής καταδίκης των λιμενικών υπεύθυνων για προσβολή της σεξουαλικής αξιοπρέπειας δεν θα επέτρεπε να ληφθεί υπόψη η διαπίστωση του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου ότι τα γεγονότα αποτελούσαν βασανιστήρια κατά την έννοια του άρθρου 3 της Σύμβασης, καθώς στην έννοια των βασανιστηρίων στην ελληνική νομοθεσία δεν περιλαμβάνονταν τα πραγματικά περιστατικά της υπόθεσης· σημείωσαν ωστόσο με ικανοποίηση την απόφαση του Συνήγορου του Πολίτη να επαναλάβει τις πειθαρχικές έρευνες σχετικά με τις συνέπειες των εν λόγω πράξεων·

4. εξέφρασαν τη λύπη τους για το γεγονός ότι σε όλες τις περιπτώσεις – εκτός από εκείνες των Σιδηρόπουλου – Παπακώστα και Andersen – η επανάληψη των πειθαρχικών ερευνών δεν ήταν δυνατή λόγω του ότι τα αδικήματα είχαν παραγραφεί·

5. κάλεσαν τις αρχές να ενημερώσουν την Επιτροπή μέχρι την 1η Σεπτεμβρίου 2019 για την επανεξέταση των πειθαρχικών ερευνών σχετικά με τις υποθέσεις Σιδηρόπουλου – Παπακώστα και Andersen·

6. επισημαίνοντας επίσης την ιδιαίτερη πολυπλοκότητα του ζητήματος παραγραφής στην υπόθεση Zontul, κάλεσαν τις αρχές να υποβάλουν στην Επιτροπή έως την 1η Σεπτεμβρίου 2019 τα πλήρη πορίσματα του Λιμενικού Σώματος σχετικά με την επανάληψη της πειθαρχικής διαδικασίας, ιδίως όσον αφορά την παραμονή στην υπηρεσία των υπευθύνων·

7. χαιρέτισαν την πρόθεση των αρχών να ζητήσουν από τους επικεφαλής των υπηρεσιών που εμπλέκονται σε βασανιστήρια και άλλες μορφές κακομεταχείρισης να ζητήσουν γραπτή συγγνώμη από τους προσφεύγοντες· κάλεσαν τις αρχές να ενημερώσουν την Επιτροπή μέχρι την 1η Σεπτεμβρίου 2019 για οποιαδήποτε περαιτέρω εξέλιξη·

Όσον αφορά τα γενικά μέτρα

8. κάλεσαν τις αρχές να εντείνουν τις συνεχιζόμενες προσπάθειές τους για την εξάλειψη όλων των μορφών κακομεταχείρισης από τα όργανα επιβολής του νόμου, λαμβάνοντας δεόντως υπόψη τις συστάσεις της CPT και τις κάλεσαν να παράσχουν στην Επιτροπή συγκεκριμένες και λεπτομερείς πληροφορίες σχετικά με τα ληφθέντα ή προβλεπόμενα μέτρα σε απάντηση στις αποφάσεις του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου στις υποθέσεις αυτές·

9. όσον αφορά την αποτελεσματικότητα των ερευνών, κάλεσαν τις αρχές να υποβάλουν έως την 1η Σεπτεμβρίου 2019 λεπτομερείς πληροφορίες σχετικά με τα ακόλουθα θέματα:

α) την αναστολή της παραγραφής για αξιόποινες πράξεις που σχετίζονται με παραβάσεις παρόμοιες με εκείνες στις υπό κρίση υποθέσεις·

β) τη γενική δυνατότητα επανέναρξης πειθαρχικών ερευνών σε περιπτώσεις όπου έχει ήδη αποφασισθεί ποινική ή πειθαρχική ευθύνη, λαμβανομένης υπόψη της αρχής ne bis in idem που κατοχυρώνεται στον νόμο 4443/2016·

γ) την αποτελεσματικότητα του νέου μηχανισμού καταγγελίας (Συνηγόρου του Πολίτη), ιδίως υπό το πρίσμα των αποτελεσμάτων των ερευνών επί των καταγγελιών που υποβλήθηκαν μετά την έναρξη λειτουργίας του μηχανισμού στις 9 Ιουνίου 2017·

δ) τον αντίκτυπο της νέας ενισχυμένης νομοθετικής προστασίας κατά του ρατσιστικού εγκλήματος και τα ενδεχόμενα νέα μέτρα που προβλέπονται για τη διασφάλιση της διερεύνησης πιθανών ρατσιστικών κινήτρων όταν παρουσιάζεται κακομεταχείριση στο πλαίσιο της επιβολής του νόμου·

ε) το κατά πόσον οι αποφάσεις για την περάτωση ποινικών ανακρίσεων λόγω παραγραφής μπορούν να υποβληθούν σε δικαστική ή άλλη ανεξάρτητη επανεξέταση·

στ) τα μέτρα που ελήφθησαν ή σχεδιάστηκαν στο πλαίσιο της τρέχουσας αναθεώρησης του Ποινικού Κώδικα, προκειμένου να ευθυγραμμιστεί πλήρως η διεξαγωγή των ποινικών ανακρίσεων σε περιπτώσεις κακομεταχείρισης και οι σχετικές κυρώσεις με τις απαιτήσεις της νομολογίας του Δικαστηρίου, ιδίως όσον αφορά τον ορισμό των βασανιστηρίων και τις δυνατότητες μετατροπής ποινών φυλάκισης που επιβάλλονται για βασανιστήρια και άλλες μορφές κακομεταχείρισης σε ποινές μη στερητικές της ελευθερίας.

[Μετάφραση στα ελληνικά από το Ελληνικό Παρατηρητήριο των Συμφωνιών του Ελσίνκι (ΕΠΣΕ) από το αγγλικό πρωτότυπο διαθέσιμο εδώ

Council of Europe – Commitee of Ministers’ Decision: Makaratzis group v. Greece

COECM

1331st meeting, 4-6 December 2018 (DH)

 

H46-13 Makaratzis group v. Greece (Application No. 50385/99)

Supervision of the execution of the European Court’s judgments

Reference document

CM/Notes/1331/H46-13

 

Decisions

The Deputies

  1. recalling that these cases concern the use of potentially lethal force and ill-treatment by law enforcement agents as well as the lack of effective investigations capable of leading to adequate disciplinary and criminal sanctions;

As regards individual measures

  1. recalled with regret that as a result of the prescription rules in force the reopening of excessively lenient convictions or of ineffective criminal investigations (notably the recent Andersen case) is not possible;
  2. expressed also regret that in the Zontul case, due to the state of Greek law at the time, a reopening of the criminal conviction of the responsible coast guard for infringement of sexual dignity would not allow to take into account the European Court’s finding that the facts constituted torture within the meaning of Article 3 of the Convention, as the notion of torture in Greek law did not extend to the facts of the case; noted, however, with satisfaction the Ombudsman’s decision to reopen the disciplinary investigations into the consequences of the acts at issue;
  3. expressed regret that in all the cases – apart from Sidiropoulos and Papakostas and Andersen – the reopening of the disciplinary investigations was not possible due to the fact that the offences were subject to prescription;
  4. invited the authorities to inform the Committee by 1 September 2019 about the reopened disciplinary investigations concerning the Sidiropoulos and Papakostas and Andersen cases;
  5. noting also the particular complexity of the prescription question in the Zontul case, invited the authorities to provide the Committee by 1 September 2019  with the full conclusions of the Hellenic Coast Guard concerning the reopening of the disciplinary proceedings, notably as regards the continued employment of those responsible;
  6. welcomed the authorities’ intention to request the heads of the services involved in torture and other forms of ill-treatment to issue written apologies to the applicants; invited the authorities to inform the Committee by 1 September 2019 of any further development;

As regards general measures

  1. called upon the authorities to intensify their ongoing efforts to eradicate all forms of ill-treatment by law enforcement officials, taking due account of the CPT’s recommendations, and invited them to provide the Committee with concrete and detailed information on the measures taken or envisaged in response to the European Court’s judgments in these cases;
  1. invited, as regards the effectiveness of investigations, the authorities to provide by 1 September 2019 detailed information on the following issues:
    a) the suspension of the limitation period for offences related to violations similar to those in the present cases;
    b) the overall possibility to reopen disciplinary investigations in cases where criminal or disciplinary liability has already been decided, taking into account the ne bis in idem principle enshrined in Law 4443/2016;
    c) the effectiveness of the new complaint Mechanism (the Ombudsman), notably in the light of the outcome of the investigations into the complaints submitted since the Mechanism started to function on 9 June 2017;
    d) the impact of the new reinforced legislative protection against racist crime and possible new measures envisaged to ensure the investigation of possible racist motives when ill-treatment occurs in the context of law enforcement;
    e) the extent to which decisions to close criminal investigations on the basis of prescription can be subjected to judicial or other independent review;
    f) the measures taken or envisaged in the context of the ongoing revision of the Criminal Code in order to fully align the conduct of criminal investigations into ill-treatment and the relevant sanctions with the requirements of the Court’s case-law, in particular as regards the definition of torture and the possibilities to convert terms of imprisonment imposed for torture and other ill-treatment into non-custodial sentences.

1331st meeting, 4-6 December 2018 (DH)

Human rights

 

H46-13 Makaratzis group v. Greece (Application No. 50385/99)

Supervision of the execution of the European Court’s judgments

Reference document

CM/Del/Dec(2017)1302/H46-11

 

Application Case Judgment of Final on Indicator for the classification
50385/99 MAKARATZIS 20/12/2004 Grand Chamber Complex problem
15250/02 BEKOS AND KOUTROPOULOS 13/12/2005 13/03/2006
25771/03 ALSAYED ALLAHAM 18/01/2007 23/05/2007
17060/03 ZELILOF 24/05/2007 24/08/2007
27850/03 KARAGIANNOPOULOS 21/06/2007 21/09/2007
21449/04 CELNIKU 05/07/2007 05/10/2007
44803/04 PETROPOULOU-TSAKIRIS 06/12/2007 06/03/2008
43326/05 LEONIDIS 08/01/2009 05/06/2009
2945/07 GALOTSKIN 14/01/2010 14/04/2010
2954/07 STEFANOU 22/04/2010 04/10/2010
12294/07 ZONTUL 17/01/2012 17/04/2012
33349/10 SIDIROPOULOS AND PAPAKOSTAS 25/01/2018 25/04/2018
42660/11 ANDERSEN 26/04/2018 26/07/2018

Case description

These cases concern the use of potentially lethal force by the police in the absence of an adequate legislative and administrative framework governing the use of firearms (violation of positive obligation pursuant to Article 2 to protect life in the cases Makaratzis, Celniku, Karagiannopoulos and Leonidis); ill-treatment by police (violation of Article 3 in the cases of Bekos and Koutropoulos, Alsayed Allaham, Petropoulou-Tsakyri, Zelilof, Galotskin and Stefanou); ill-treatment by coastguards amounting to torture (violation of Article 3 in the case of Zontul); absence of effective administrative and criminal investigations and inadequate criminal proceedings and penalties (procedural violations of Article 2 in the cases of Makaratzis, Celniku, Karagiannopoulos and of Article 3 in the cases of Bekos-Koutropoulos, Petropoulou-Tsakiris, Zelilof, Galotskin, Zontul, Sidiropoulos and Papakostas and Andersen); failure to investigate whether racist motives on the part of the police may have played a role in some cases (violation of Article 14 combined with Article 3 in the cases of Bekos-Koutropoulos and Petropoulou-Tsakiris).

The Galotskin, Stefanou and Sidiropoulos and Papakostas cases also concern the excessive length of criminal proceedings (violation of Article 6 § 1); in the latter a violation of Article 13 in conjunction with Article 6 § 1 was also found[1].

Status of execution

Individual measures

As regards all cases apart from Sidiropoulos and Papakostas and Andersen

At the 1157th meeting (December 2012) (DH), the authorities indicated that it was not possible under domestic law to reopen criminal proceedings on the sole basis of the deficiencies identified by the Court in the cases of the group where the perpetrators had been convicted or acquitted. As regards the cases where criminal charges had not been brought, these would be re-examined. Following re-examination of those cases it was found that the offences had become time-barred. As for disciplinary proceedings, the authorities indicated at that time that their reopening following a judgment by the European Court could be requested by the executive committee of “the Office for addressing arbitrary incidents” (“the Office”), established by Law No. 3938/2011, in respect of judgments of the Court delivered after 31 March 2011 (that date on which this law entered into force). Also, the statutory limitation period for disciplinary offences would not run between the termination of the disciplinary proceedings and the delivery of the Court’s judgment to the Office. In a communication received on 8 July 2015, the Greek authorities informed the Committee that the reopening of the administrative investigation in Zontul in the light of the Court’s findings would be considered as soon as the committee established by Law 3938/2011 became operational.

On 27 September 2017, the Greek authorities informed the Committee that Law 4443/2016 (in force as from 6 December 2016) had replaced the Office with the national mechanism for the investigation of incidents of abuse by law enforcement agents and by employees of state penitentiary establishments (Mechanism for the Investigation of Arbitrary Behaviour – “the Mechanism”), which was integrated into the Ombudsman’s Office. Furthermore, the authorities informed the Committee that the Zontul judgment was transmitted to the Mechanism on 27 July 2017, and that on 11 August 2017 the Mechanism requested the reopening of the administrative investigation in this case in the light of the European Court’s findings.

At its 1302nd meeting (December 2017) (DH), the Committee invited the Greek authorities to provide information on further developments and on the outcome of the reopened procedure. It also requested information regarding the examination by the Mechanism of the possibility of reopening administrative proceedings in the other cases of the group concerning ill-treatment by law enforcement agents.

In their communication of 8 October 2018, the Greek authorities informed the Committee that as regards Zontul, the Mechanism initially decided that there was no question of violation of the ne bis in idem principle since the offences to be investigated in the reopened proceedings were different from those investigated initially, and requested the reopening of the disciplinary proceedings on the basis of the European Court’s findings. The authorities added that the disciplinary proceedings were reopened by the Hellenic Coast Guard and concluded by a report issued on 13 April 2018. Subsequently, the Mechanism issued its conclusions concurring with the Hellenic Coast Guard that, although the disciplinary offences investigated were different from those investigated initially, they had become time-barred because they had not been classified by domestic courts as criminal offences subject to longer statutory limitations.

According to the Mechanism, under Article 56 § 6 of Law 4443/2016 the suspension of the offences’ prescription between the termination of disciplinary proceedings and the delivery of the Court’s judgment to the Mechanism is possible only for those cases in which the prescription period had not expired by the date on which the Mechanism became operational (9 June 2017). As regards the other cases of the group, the Mechanism held that reopening of disciplinary proceedings was not possible because the offences had become prescribed long before the Mechanism became operational.

For all of these cases, the Mechanism proposed as the only possible individual measures a written apology from the heads of the services concerned to each of the victims of the impugned acts. In this way, moral satisfaction could be provided to these persons; at the same time there would be a commitment on the part of the relevant services that future disciplinary proceedings will be carried out in conformity with the Court’s case law. The Government Agent indicated that he agrees with this proposal and that he would pursue it before the services concerned.

As regards the cases of Sidiropoulos and Papakostas and Andersen

The above judgments became final on 24 April 2018 (Sidiropoulos and Papakostas) and on 26 July 2018 (Andersen). On 30 July 2018 the judgments were transmitted by the Government Agent to the Mechanism to examine the possibility of reopening administrative investigations, and on 20 August 2018 to the competent judicial authorities to examine the possibility of reopening criminal investigations. As regards Andersen, the First Instance Court Prosecutor of Thessaloniki examined the file and decided in September 2018 that the reopening of the case was not possible due to the fact that the offences were subject to prescription.

General measures

As regards administrative investigations of complaints against law enforcement agents

At its 1157th meeting (December 2012) (DH), the Committee of Ministers welcomed the repeal of Law No. 29/1943 on the use of firearms, which had been criticised by the European Court, noted that the new national legislation introduced a modern and comprehensive legislative framework for the use of firearms by the police and decided to close the supervision of the general measures taken by Greece to prevent similar violations of Article 2.

Furthermore, the Committee of Ministers welcomed the establishment by Law No. 3938/2011 of the three-member executive committee to head the aforementioned Office.

According to information provided by the authorities in September 2017, the Office did not become operational. Instead, as mentioned above, the Mechanism was established by Law No. 4443/2016, as part of the Ombudsman’s Office. The Mechanism is mandated to collect, record, assess and transmit to the competent bodies complaints about the actions of law enforcement agents and employees of detention establishments regarding: a) torture and other violations to human dignity within the meaning of Article 137A of the Criminal Code; b) illegal, intentional attacks against life, health, physical integrity, personal or sexual freedom; c) illegal use of firearms; or d) illegal behaviour for which there is evidence of racist motivation or discriminatory treatment on the grounds of colour, race, national or ethnic origin, descent, religion, disability, sexual orientation or gender identity. More specifically, the Ombudsman, acting as the Mechanism, evaluates all submitted complaints which fall within his specific competence and decides either to investigate them himself or to refer them to the competent disciplinary body.

If the Ombudsman decides to investigate the complaint himself, the competent disciplinary body is not prevented from continuing its investigation but is obliged to suspend its decision on the case pending receipt of the Ombudsman’s findings. If the Ombudsman decides to refer the case to the competent disciplinary body, the latter is obliged to investigate it as a priority, and inform the Ombudsman of the outcome. The Ombudsman evaluates the findings of the disciplinary proceedings and may send the case back to the disciplinary body for further investigation if specific shortcomings are identified. The Ombudsman’s findings are not legally binding, but the disciplinary body concerned is obliged to provide detailed reasoning in case of any divergence from them.

The Ombudsman is also empowered to request the reopening of an administrative investigation in cases where the European Court has found the initial investigation ineffective. When the Ombudsman decides to reopen the case, based on the findings of the European Court, he communicates this decision to the disciplinary body concerned.

During the investigation, the Ombudsman may request public services to provide any information, documents or other evidence related to the case under investigation, unless they have been classified as secret on grounds of national defence, state security or the country’s international relations. Furthermore, the Ombudsman may take statements from witnesses, conduct on-site investigations and order expert reports.

According to the authorities’ communication of 8 October 2018, the Ombudsman indicated in his annual report submitted to Parliament on 26 March 2018 that, since 6 June 2017, 117 complaints had been submitted to the Mechanism. 11 complaints were submitted by individuals and 112 by state services responsible for investigating disciplinary offences. The Mechanism found that four complaints were not within the scope of the Ombudsman’s competence, whilst the remaining complaints were followed up. In seven cases the investigations were concluded by the respective services and their reports were under examination by the Ombudsman. In two cases the Ombudsman held that the investigations were insufficient and referred them back to the competent services. In four cases investigations were being carried out by the Ombudsman himself.

As regards the offences investigated, 15 concerned torture, 15 the use of firearms, 14 concerned affronts to sexual dignity, 53 concerned attacks against life or physical integrity and, lastly, 11 concerned racially motivated offences. According to information provided by the police, between June 2017 and March 2018 223 complaints were transmitted to the Ombudsman. 31 of these were found not to be within the scope of the Ombudsman’s competence. Administrative inquiries were ordered in 136 cases. Of these, 71 were completed and the relevant conclusions transmitted to the Ombudsman. In 17 cases the police were ordered to carry out further investigations; in nine of them, further investigations were carried out and they were referred back to the Ombudsman. In order to enhance co-operation between the police and the Ombudsman, a circular was issued by the head of the Greek police in June 2017.

As regards other general measures aiming at combatting ill-treatment by law enforcement officers and racially motivated crimes

At its 1302nd meeting (December 2017) (DH), the Committee noted that a law-making committee had been established, tasked with examining whether the definition of torture in Greek law is compatible with the definition in Article 1 of the UN Convention against Torture. It also noted that the authorities had undertaken to examine the matter of conversion of custodial sentences imposed for torture with a view to ensuring that perpetrators of torture or other ill-treatment are proportionately and effectively punished. Lastly, the Committee invited the authorities to provide information about further relevant developments.

On 8 October 2018 the authorities informed the Committee that the above committee had concluded its work and submitted a draft criminal code to the Ministry of Justice which would be soon sent to Parliament for adoption. The authorities noted that the review of the definition of torture in the Criminal Code is beyond the necessary measures for the execution of the present judgments, because the Court did not indicate that the violations found were linked to the criminal law provisions criminalising torture or affront to life and bodily harm. According to the authorities, it was rather the lenient application by domestic courts of these provisions that led to procedural violations of Article 3.

The Greek Helsinki Monitor in its communication submitted in September 2018 mentioned notably that since June 2017 it had submitted to the Ombudsman 18 complaints of ill-treatment (including of migrants and Roma[2]) by law enforcement agents, but had not received any information on the progress of these cases.

Lastly, it is noted that as of October 2018 five new cases concerning ill-treatment by law enforcement agents have been communicated to the Greek Government.

Analysis by the Secretariat

As regards individual measures

Criminal proceedings

It is recalled that in relation to 10 cases of the group, criminal charges were brought against the law enforcement agents involved, who were either acquitted or sentenced. In relation to three cases (Zelilof, Petropoulou-Tsakiris and Andersen), where criminal proceedings had not been brought, the files were re-examined and it was found that the offences had become time-barred.

Administrative proceedings

As regards the Zontul case, the reopening of the criminal investigations into torture (as the facts were characterised by the Court) instead of mere infringement of sexual dignity (as the events were characterised in the domestic proceedings) is claimed by the authorities to be objectively impossible since the perpetrator had already been convicted at the time of the Court’s judgment for the acts at issue. In the circumstances of the case, this objection – based on the principles of legal certainty and ne bis in idem – appears justified as no new facts or other evidence emerged in the procedure before the European Court. The violations were be solely related to the legal characterisation of these acts and to shortcomings in the investigation procedure.

In view of this situation, and of the importance of effectively preventing impunity in cases of torture, the possibility of disciplinary proceedings has been explored.

It is recalled that this has been considered, in the special circumstances of the present case, to be another avenue of redress to give a measure of effect to the Court’s findings. It is further recalled that the established case law provides that, when an agent of the State is accused of crimes that violate Article 3, criminal proceedings and sentencing must not be time-barred.[3] It is also recalled that where state agents have been charged with offences involving ill‑treatment, they should be suspended from duty while being investigated or tried, and should be dismissed if convicted.[4]

It is thus to be welcomed that the disciplinary investigations have continued. However, the conduct of these proceedings raises questions as to how the conclusions of the Court were taken into account both as regards the possibility of reopening the administrative investigations and the application of the relevant prescription rules when determining disciplinary liability.

As mentioned earlier the Mechanism (Ombudsman) requested the Hellenic Coast Guard to reopen the disciplinary proceedings, considering that there was no question of infringement of the ne bis in idem principle, since the new investigation would presumably focus on the offence of torture and not on the offences actually investigated in the context of the criminal proceedings. However, following the conclusion of the reopened investigation by the Hellenic Coast Guard, the Ombudsman concluded that the offences established were indeed time-barred because of the application of the general prescription period of five years that applies to the offence of infringement of sexual dignity. This change of position as to the scope of the disciplinary proceedings requires further explanation.

Even assuming that the disciplinary proceedings could only relate to the offence of infringement of sexual dignity, questions remain as to the application of prescription periods in the context of disciplinary action.

The Greek authorities have previously informed the Committee (see documents CM/Inf/DH(2012)40,
DH-DD(2015)757 and DH-DD(2018)971) that: a) for disciplinary offences the limitation period would not run during criminal proceedings; and b) according to Article 1 § 6 of Law No. 3938/2011, the limitation period for disciplinary offences giving rise to violations found by the Court would not run between the termination of disciplinary proceedings by the Hellenic Coast Guard (August 2001, § 16 Zontul) and the delivery of the Court’s judgment to the Office. However, the Office never became operational and was replaced only in 2017 by the Mechanism. The provision on the suspension of prescription remained unchanged. From the information provided, it appears that the Mechanism did not take into account the suspension of prescription in accordance with Article 1 § 6 of Law 3938/11. In view of the above, clarifications are necessary on how the statutory prescription periods for disciplinary offences were calculated and implemented by the Ombudsman.

It would be also useful to the Committee for the authorities to provide the full text of the conclusions issued by the Hellenic Coast Guard in Zontul. In this way, the Committee could acquire a detailed and comprehensive overview of these proceedings concerning torture.

As regards the Mechanism’s proposal that the heads of the services involved issue written apologies to the victims, it should be welcomed. The Committee might wish to encourage the authorities to consider it as a measure of moral compensation, and invite the authorities to provide more information on the effect given to this proposal.

General measures

As regards the problem of ill-treatment of persons in detention, it is noted that this issue has been the subject of several CPT reports. Its latest report on Greece (CPT/Inf (2017)25 §§ 62-66) states, inter alia, that as regards the treatment of criminal suspects detained by law enforcement officials, and despite overwhelming indications to the contrary, the authorities have to date consistently refused to consider that ill-treatment is a serious problem there, and have not taken the required action to implement the CPT’s recommendations and to combat this phenomenon effectively.

The CPT has notably underlined that in order to back up any message of zero tolerance and to reinforce training, effective investigations into allegations of ill-treatment must be undertaken to demonstrate that criminal acts by the police will be punished, and to counter the current culture of impunity that pervades parts of the police force.

In view of the above, and of the fact that as of October 2018 five new applications against Greece lodged between 2013 and 2016 involving, inter alia, alleged violations of Article 3 due to ill-treatment in law enforcement have been communicated to the government, the Committee might visit to invite the authorities to provide information on measures taken or envisaged to give effect to the conclusions of the Court in the present group of cases, taking into account the CPT’s recommendations.

Administrative investigations of complaints against law enforcement agents concerning violations of Articles 2 and 3 of the Convention 

It is recalled that the supervision of the execution of the judgments of this group focuses on the implementation of measures taken to prevent ill-treatment by law enforcement officers and to guarantee proper and effective investigations into acts giving rise to a risk to life or of ill-treatment by law enforcement officers.

It appears that a key element in the execution of the Court’s judgments is the effective operation of the Ombudsman as the Mechanism. 15 of the complaints referred to by the authorities, submitted to the Ombudsman after the judgments in the present group, led to administrative investigations for torture, whilst 53 complaints concerned attacks against life or bodily harm. However, no information was provided about the scope and effectiveness of the investigations undertaken or about their outcome as regards disciplinary or criminal responsibility of the alleged perpetrators. The authorities should provide the Committee with more information in these and other relevant respects, to permit an evaluation of the effectiveness and independence of the investigations carried under the supervision of the Mechanism.

As regards reopening of administrative investigations

The special problems raised in the Zontul case require additional attention. Given that, according to the above law, reopening of disciplinary proceedings, to the extent they impose sanctions, should not infringe the ne bis in idem principle, and given the problems identified above in this respect, as well as regards the application of prescription periods, it would be useful for the Committee to receive information about the implementation of the legislation by the Ombudsman in the cases at issue in this group and possibly others so that conclusions can be drawn about how Law 4443/2016 might be applied in possible future cases. More specifically, information would be useful about: a) the suspension of statutory limitation periods for the offences that gave rise to the violations found by the Court; and b) in view of the ne bis in idem principle, the overall possibility to reopen disciplinary investigations in cases where criminal or disciplinary liability has already been decided upon.

Some of the present cases also concern the authorities’ failure to investigate whether racist motives on the part of the police may have played a role in the applicants’ ill-treatment. Given that the authorities have not provided updated information on the impact of measures taken or measures envisaged to prevent similar violations, the Committee might wish to call on the authorities to do so.

Adequacy of criminal proceedings and sanctioning by domestic courts

It is recalled that in a number of the present judgments the Court’s findings of procedural violations of Article 3 stemmed from inadequacies in criminal proceedings, concerning notably: inadequate access for the applicant as a civil party to the criminal proceedings (Zontul § 111); inadequate witness-related proceedings indicating a lack of effort by the competent authorities to discover what really happened (Alsayed Allaham § 28-29, Galotskin § 49, Zelilof § 62); and the handling (and closing) of the relevant complaints by the prosecutor (Andersen §65).[5] In addition, procedural violations of Article 3 in some of these cases stemmed, inter alia, from the leniency and disproportionate sentences imposed by domestic courts on law enforcement agents, even in cases where (aggravated) torture occurred (Zontul §§ 106-108, Sidiropoulos and Papakostas §§ 90-96). In view of this, the Committee might wish to call on the authorities to provide information on measures taken or envisaged in order to redress these shortcomings and to fully align criminal law and practice with the Court’s case law.

Definition of torture in the Criminal Code

This issue was raised by the Court in Zontul (§§ 87-93), in which it noted that the court of appeal had not characterised the applicant’s rape by truncheon as torture because Article 137A § 2 of the Criminal Code provides that, in order for an act to be characterised as torture, the infliction of severe pain must be “planned”. The Court found that under its established case law a detainee’s rape by a state agent constitutes torture under the Convention.

The information provided concerning the review of the definition of torture in the Criminal Code in order to align it with Article 1 of the UN Convention against Torture is positive, as the requirements of this Article are the same as those under the Convention. However, no detailed information was provided about the outcome of this review, notably about when the authorities intend to propose the amendments to the Criminal Code needed to bring it into line with the requirements of the Convention. The Committee might wish to invite the authorities to provide more information on the progress of the present legislative work.

Financing assured: YES

[1] The issues of excessively lengthy criminal proceedings and effective remedies were examined in the Michelioudakis / Diamantides No.2 group of cases,  closed by Final Resolution CM/ResDH(2015)231.

[2] The term “Roma and Travellers” is used at the Council of Europe to encompass the wide diversity of the groups covered by the work of the Council of Europe in this field: on the one hand a) Roma, Sinti/Manush, Calé, Kaale, Romanichals, Boyash/Rudari; b) Balkan Egyptians (Egyptians and Ashkali); c) Eastern groups (Dom, Lom and Abdal); and, on the other hand, groups such as Travellers, Yenish, and the populations designated under the administrative term “Gens du voyage”, as well as persons who identify themselves as Gypsies. The present is an explanatory footnote, not a definition of Roma and/or Travellers.

[3] See, inter alia, Yeter v. Turkey, judgment of 13 January 2017 §70, Mocanu v. Romania, GC judgment. of 17 September 2014, §326.

[4] See, inter alia, Gäfgen v. Germany, GC judgment of 1 June 2010 §125.

[5] See also CPT report on Greece of 1 March 2016 (CPT/Inf (2016) 4 §24) stating that “ the current system is characterised by systemic failings by the police and judicial authorities to conduct prompt, thorough, independent and impartial investigations, aimed at bringing the perpetrators of ill-treatment to justice”.